-
1 αντιμολπος
21) звучащий вместоἀ. ὀλολυγῆς κωκυτος Eur. — жалобы, перемежающиеся с воплями
2) заглушающий звукомὕπνου ἀντίμολπον ἄκος Aesch. — песня, отгоняющая сон
-
2 ἀντίμολπος
ἀντίμολπος, ον,A sounding instead of, ἀ. ὀλολυγῆς κωκυτός a shriek of far other note than the cry of joy, E.Med. 1176; ὕπνου τόδ' ἀντίμολπον.. ἄκος song, sleep's substitute, A.Ag.17.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντίμολπος
-
3 ἀντίμολπος
-
4 αντίμολπον
ἀντίμολποςsounding instead of: masc /fem acc sgἀντίμολποςsounding instead of: neut nom /voc /acc sg -
5 ἀντίμολπον
ἀντίμολποςsounding instead of: masc /fem acc sgἀντίμολποςsounding instead of: neut nom /voc /acc sg -
6 ἀντί-μολπος
ἀντί-μολπος ( μολπή), entgegentönend, Aesch. Ag. 16 ἀντίμολπον ἄκος ὕπνου, Gesang als Gegenmittel gegen den Schlaf; Eur. Med. 1173 ἀντίμολπος ὀλολυγῆς κωκυτός, der entgegentönende Wehruf.
См. также в других словарях:
αντίμολπος — ἀντίμολπος, ον (Α) [μολπή] 1. αυτός που ηχεί διαφορετικά 2. φρ. «ἀντίμολπον ἧκεν ὀλολυγῆς κωκυτόν» ξέσπασε σε θρήνο αντί σε χαρούμενο κλάμα «ὕπνου τόδ ἀντίμολπον... ἄκος» τραγούδι που διώχνει τη νύστα … Dictionary of Greek
ἀντίμολπον — ἀντίμολπος sounding instead of masc/fem acc sg ἀντίμολπος sounding instead of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέλπω — (ΑM μέλπω) 1. εξυμνώ κάποιον με άσματα («μέλποντες Ἑκάεργον», Ομ. Ιλ.) 2. τραγουδώ, άδω, ψάλλω (α. «είς τών δύο φρουρούντων μονομμάτων έμελπε κλέφτικον άσμα», Παπαδ. β. «καταγλαϊζόμένος καὶ μέλπων γηθόμενος», Μηναί.) αρχ. 1. μέσ. μέλπομαι α)… … Dictionary of Greek