Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀντήχει

  • 1 αντηχεί

    ἀντηχέω
    sing in answer: pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic)
    ἀντηχέω
    sing in answer: pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic)
    ἀντηχέω
    sing in answer: pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)
    ἀντηχέω
    sing in answer: pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)

    Morphologia Graeca > αντηχεί

  • 2 ἀντηχεῖ

    ἀντηχέω
    sing in answer: pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic)
    ἀντηχέω
    sing in answer: pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic)
    ἀντηχέω
    sing in answer: pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)
    ἀντηχέω
    sing in answer: pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)

    Morphologia Graeca > ἀντηχεῖ

  • 3 αντήχει

    ἀ̱ντήχει, ἀντηχέω
    sing in answer: imperf ind act 3rd sg (attic epic doric aeolic)
    ἀντηχέω
    sing in answer: pres imperat act 2nd sg (attic epic)
    ἀντηχέω
    sing in answer: imperf ind act 3rd sg (attic epic)
    ἀντηχέω
    sing in answer: pres imperat act 2nd sg (attic epic)
    ἀντή̱χει, ἀντηχέω
    sing in answer: imperf ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
    ἀντηχέω
    sing in answer: imperf ind act 3rd sg (attic epic)
    ἀντηχέω
    sing in answer: imperf ind act 3rd sg (attic epic)

    Morphologia Graeca > αντήχει

  • 4 ἀντήχει

    ἀ̱ντήχει, ἀντηχέω
    sing in answer: imperf ind act 3rd sg (attic epic doric aeolic)
    ἀντηχέω
    sing in answer: pres imperat act 2nd sg (attic epic)
    ἀντηχέω
    sing in answer: imperf ind act 3rd sg (attic epic)
    ἀντηχέω
    sing in answer: pres imperat act 2nd sg (attic epic)
    ἀντή̱χει, ἀντηχέω
    sing in answer: imperf ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
    ἀντηχέω
    sing in answer: imperf ind act 3rd sg (attic epic)
    ἀντηχέω
    sing in answer: imperf ind act 3rd sg (attic epic)

    Morphologia Graeca > ἀντήχει

См. также в других словарях:

  • ἀντηχεῖ — ἀντηχέω sing in answer pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀντηχέω sing in answer pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀντηχέω sing in answer pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ἀντηχέω sing in answer pres… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντήχει — ἀ̱ντήχει , ἀντηχέω sing in answer imperf ind act 3rd sg (attic epic doric aeolic) ἀντηχέω sing in answer pres imperat act 2nd sg (attic epic) ἀντηχέω sing in answer imperf ind act 3rd sg (attic epic) ἀντηχέω sing in answer pres imperat act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηερόφωνος — ἠερόφωνος, ον (Α) αυτός πού ηχεί διά μέσου τού αέρα, αυτός που έχει δυνατή φωνή, ο μεγαλόφωνος («ἠερόφωνοι κήρυκες», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηερο + φωνή. Το α συνθετικό μπορεί να αναχθεί είτε στο αήρ (ιων. γεν. ηέρ ος), οπότε η σημασία είναι… …   Dictionary of Greek

  • αλίστονος — ἁλίστονος, ον (Α) 1. αυτός που ηχεί όπως η θάλασσα ή αντηχεί από την πρόσκρουση τής θάλασσας 2. (για τους ψαράδες) αυτός που στενάζει, που μοχθεί στη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + στόνος «στεναγμός» < στένω «στενάζω»] …   Dictionary of Greek

  • αμφιβόητος — ἀμφιβόητος, ον (ΑΜ) [ἀμφιβοῶ] 1. αυτός που αντηχεί ολόγυρα 2. περιβόητος, περιλάλητος, ξακουστός …   Dictionary of Greek

  • ανεμοσφάραγος — ἀνεμοσφάραγος, ον (Α) αυτός που αντηχεί από το φύσημα των ανέμων …   Dictionary of Greek

  • αντίδουπος — ἀντίδουπος, ον (Α) αυτός που αντηχεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντ(ι) * + δούπος «βαρύς υπόκωφος κρότος, γδούπος»] …   Dictionary of Greek

  • αντίκτυπος — ο κ. αντίχτυπος (Α ἀντίκτυπος ον) νεοελλ. 1. αντήχηση κτύπου 2. απήχηση, ανακλώμενο αποτέλεσμα, συνέπεια αρχ. αυτός που αντηχεί …   Dictionary of Greek

  • αντίτυπο — το (AM ἀντίτυπος, ον) [τύπος] νεοελλ. πανομοιότυπο αντίγραφο εντύπου αρχ. μσν. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά αντίτυπα τα τίμια δώρα στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας αρχ. 1. αυτός που απωθείται, που αποκρούεται από σκληρό σώμα 2. φρ. (για το σφυρί… …   Dictionary of Greek

  • βαρυβόας — βαρυβόας, ο (Α) αυτός που αντηχεί βαριά («βαρυβόας πορθμός Ἀχέροντος», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + βόας < βοώ] …   Dictionary of Greek

  • βαρύστονος — βαρύστονος, ον (Α) 1. αυτός για τον οποίο κλαίμε πικρά, αξιοθρήνητος 2. εκείνος που αντηχεί βαριά 3. ο εγγαστρίμυθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + στόνος < στένω «στενάζω, βογγώ»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»