-
1 αντέκυρσεν
-
2 ἀντέκυρσεν
См. также в других словарях:
ἀντέκυρσεν — ἀντέκῡρσεν , ἀντικύρω hit upon aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αντέκυρσεν
2 ἀντέκυρσεν
ἀντέκυρσεν — ἀντέκῡρσεν , ἀντικύρω hit upon aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)