-
1 αντάρα
ἀντάρᾱ, ἀντάρηςthe star a Scorpii: masc nom /voc /acc dualἀντάρηςthe star a Scorpii: masc voc sgἀντάρᾱ, ἀντάρηςthe star a Scorpii: masc voc sg (attic)ἀντάρᾱ, ἀντάρηςthe star a Scorpii: masc gen sg (doric aeolic)ἀντάρηςthe star a Scorpii: masc nom sg (epic) -
2 ἀντάρα
ἀντάρᾱ, ἀντάρηςthe star a Scorpii: masc nom /voc /acc dualἀντάρηςthe star a Scorpii: masc voc sgἀντάρᾱ, ἀντάρηςthe star a Scorpii: masc voc sg (attic)ἀντάρᾱ, ἀντάρηςthe star a Scorpii: masc gen sg (doric aeolic)ἀντάρηςthe star a Scorpii: masc nom sg (epic) -
3 αντάρα
η1) туман, мгла; 2) ненастная погода; шторм; 3) шум, гам; скандал;§ ήπιαμε (φάγαμε) πού πήγε αντάρα — напились (наелись) на славу
-
4 Στην αντάρα τρέχει ο λύκος
Ο λύκος στην ανεμοζάλη ( αναμπαμπούλα) χαίρεται– Στην αντάρα τρέχει ο λύκος• Ловить рыбу в мутной воде• Ночь темней – вору прибыльнейИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008——————Ο λύκος στην αναμπουμπούλα ( ανεμοζάλη) χαίρεται• Волк суматохе радИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Στην αντάρα τρέχει ο λύκος
-
5 αντάρας
ἀντάρᾱς, ἀντάρηςthe star a Scorpii: masc acc plἀντάρᾱς, ἀντάρηςthe star a Scorpii: masc nom sg (attic epic doric aeolic)ἀντά̱ρᾱς, ἀνταίρωraise against: aor part act masc nom /voc sg (attic epic doric ionic aeolic) -
6 ἀντάρας
ἀντάρᾱς, ἀντάρηςthe star a Scorpii: masc acc plἀντάρᾱς, ἀντάρηςthe star a Scorpii: masc nom sg (attic epic doric aeolic)ἀντά̱ρᾱς, ἀνταίρωraise against: aor part act masc nom /voc sg (attic epic doric ionic aeolic) -
7 αντάραι
ἀντάρηςthe star a Scorpii: masc nom /voc plἀντάρᾱͅ, ἀντάρηςthe star a Scorpii: masc dat sg (attic doric aeolic)ἀντά̱ραῑ, ἀνταίρωraise against: aor opt act 3rd sg -
8 ἀντάραι
ἀντάρηςthe star a Scorpii: masc nom /voc plἀντάρᾱͅ, ἀντάρηςthe star a Scorpii: masc dat sg (attic doric aeolic)ἀντά̱ραῑ, ἀνταίρωraise against: aor opt act 3rd sg -
9 Ο λύκος στην αναμπαμπούλα χαίρεται
Ο λύκος στην ανεμοζάλη ( αναμπαμπούλα) χαίρεται– Στην αντάρα τρέχει ο λύκος• Ловить рыбу в мутной воде• Ночь темней – вору прибыльнейИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008——————Ο λύκος στην αναμπουμπούλα ( ανεμοζάλη) χαίρεται• Волк суматохе радИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ο λύκος στην αναμπαμπούλα χαίρεται
-
10 Ο λύκος στην αναμπουμπούλα χαίρεται
Ο λύκος στην ανεμοζάλη ( αναμπαμπούλα) χαίρεται– Στην αντάρα τρέχει ο λύκος• Ловить рыбу в мутной воде• Ночь темней – вору прибыльнейИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008——————Ο λύκος στην αναμπουμπούλα ( ανεμοζάλη) χαίρεται• Волк суматохе радИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ο λύκος στην αναμπουμπούλα χαίρεται
-
11 Ο λύκος στην ανεμοζάλη χαίρεται
Ο λύκος στην ανεμοζάλη ( αναμπαμπούλα) χαίρεται– Στην αντάρα τρέχει ο λύκος• Ловить рыбу в мутной воде• Ночь темней – вору прибыльнейИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008——————Ο λύκος στην αναμπουμπούλα ( ανεμοζάλη) χαίρεται• Волк суматохе радИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ο λύκος στην ανεμοζάλη χαίρεται
См. также в других словарях:
ἀντάρα — ἀντάρᾱ , ἀντάρης the star a Scorpii masc nom/voc/acc dual ἀντάρης the star a Scorpii masc voc sg ἀντάρᾱ , ἀντάρης the star a Scorpii masc voc sg (attic) ἀντάρᾱ , ἀντάρης the star a Scorpii masc gen sg (doric aeolic) ἀντάρης the star a Scorpii… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντάρα — η (Μ ἀντάρα) 1. αποστασία 2. στενοχώρια νεοελλ. 1. θύελλα με σφοδρό άνεμο και συννεφιά 2. αναταραχή, ανακάτωμα 3. σκοτείνιασμα τ’ ουρανού, ομίχλη 4. σκοτούρα του νου, σύγχυση 5. θόρυβος, αναστάτωση 6. βοή 7. διασκέδαση, ξεφάντωμα 8. στενοχώρια.… … Dictionary of Greek
αντάρα — η 1. κακοκαιρία, μαυρίλα τ ουρανού, ανεμοζάλη: Μεγάλη αντάρα κι η χτεσινή· ως και δέντρα ξεριζώθηκαν. 2. θόρυβος, ταραχή: Τι αντάρα ήταν αυτή σήμερα στο πανεπιστήμιο; 3. ως επίρρ. στην έννοια του υπερβολικά: Στο γάμο γλεντήσαμε που πήγε αντάρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀντάρας — ἀντάρᾱς , ἀντάρης the star a Scorpii masc acc pl ἀντάρᾱς , ἀντάρης the star a Scorpii masc nom sg (attic epic doric aeolic) ἀντά̱ρᾱς , ἀνταίρω raise against aor part act masc nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανταρεύω — [αντάρα] 1. προκαλώ σύγχυση, ταραχή, ανησυχία, αναστάτωση 2. εμπλέκω σε κάτι, μπλέκω, μπερδεύω 3. βρίσκομαι σε ταραχή, σε σύγχυση 4. σκοτεινιάζω, συννεφιάζω … Dictionary of Greek
ανταριάζω — [αντάρα] 1. προκαλώ σύγχυση, ταραχή, ανησυχία 2. αναστατώνω, καταπιέζω, κακοποιώ 3. γεμίζω ομίχλη, σκοτεινιάζω 4. σείομαι, τραντάζομαι, φουρτουνιάζω 5. ( ομαι) ανακατεύομαι, ζαλίζομαι … Dictionary of Greek
εντάρα — η αντάρα … Dictionary of Greek
κυβερνώ — (AM κυβερνῶ, άω) 1. διοικώ το κράτος, διευθύνω πολιτεία ή ομάδα ανθρώπων (α. «κυβέρνησε δημοκρατικά επί οχτώ χρόνια» β. «τής πόλεως πάντα κυβερνώσα», Πλάτ. γ. «πάντα γὰρ τά τ οὖν πάρος τά τ εἰσέπειτα σῇ κυβερνῶμαι χερί», Σοφ.) 2. (συν. σχετικά με … Dictionary of Greek
ομίχλη — Στη μετεωρολογία είναι τροποσφαιρικός σχηματισμός όμοιος προς το νέφος, από το οποίο διαφέρει μόνο κατά το ότι επικάθεται πάντοτε στην επιφάνεια του εδάφους. Στις περισσότερες περιπτώσεις πρόκειται για ένα σμήνος λεπτών υδροσταγονιδίων (με… … Dictionary of Greek
παντού — επίρρ. 1. σε όλα τα μέρη («παντού κλάψα, παντού αντάρα και παντού ξεψυχισμοί», Σολωμ.) 2. φρ. «παντού τα πάντα» σ όλο τον κόσμο συμβαίνουν τα ίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάντα, κατά το αυτού που (πρβλ. αλλού < άλλος)] … Dictionary of Greek
ρουθούνι — το / ῥουθούνι, ΝΜ, και αρθούνι Ν, και ῥουθοῡνιν και ἀρθοῡνιν Μ καθένα από τα δύο ελλειψοειδή ανοίγματα στο κάτω μέρος τής μύτης (α. «τα δυο του τα ρουθούνια ξερνούν αντάρα και φωτιά» β. «καὶ τζίκνα γέμισαν πολλὴν τ ἀρθούνια μου στὴν στράταν»,… … Dictionary of Greek