Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀντάρα

См. также в других словарях:

  • ἀντάρα — ἀντάρᾱ , ἀντάρης the star a Scorpii masc nom/voc/acc dual ἀντάρης the star a Scorpii masc voc sg ἀντάρᾱ , ἀντάρης the star a Scorpii masc voc sg (attic) ἀντάρᾱ , ἀντάρης the star a Scorpii masc gen sg (doric aeolic) ἀντάρης the star a Scorpii… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αντάρα — η (Μ ἀντάρα) 1. αποστασία 2. στενοχώρια νεοελλ. 1. θύελλα με σφοδρό άνεμο και συννεφιά 2. αναταραχή, ανακάτωμα 3. σκοτείνιασμα τ’ ουρανού, ομίχλη 4. σκοτούρα του νου, σύγχυση 5. θόρυβος, αναστάτωση 6. βοή 7. διασκέδαση, ξεφάντωμα 8. στενοχώρια.… …   Dictionary of Greek

  • αντάρα — η 1. κακοκαιρία, μαυρίλα τ ουρανού, ανεμοζάλη: Μεγάλη αντάρα κι η χτεσινή· ως και δέντρα ξεριζώθηκαν. 2. θόρυβος, ταραχή: Τι αντάρα ήταν αυτή σήμερα στο πανεπιστήμιο; 3. ως επίρρ. στην έννοια του υπερβολικά: Στο γάμο γλεντήσαμε που πήγε αντάρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀντάρας — ἀντάρᾱς , ἀντάρης the star a Scorpii masc acc pl ἀντάρᾱς , ἀντάρης the star a Scorpii masc nom sg (attic epic doric aeolic) ἀντά̱ρᾱς , ἀνταίρω raise against aor part act masc nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανταρεύω — [αντάρα] 1. προκαλώ σύγχυση, ταραχή, ανησυχία, αναστάτωση 2. εμπλέκω σε κάτι, μπλέκω, μπερδεύω 3. βρίσκομαι σε ταραχή, σε σύγχυση 4. σκοτεινιάζω, συννεφιάζω …   Dictionary of Greek

  • ανταριάζω — [αντάρα] 1. προκαλώ σύγχυση, ταραχή, ανησυχία 2. αναστατώνω, καταπιέζω, κακοποιώ 3. γεμίζω ομίχλη, σκοτεινιάζω 4. σείομαι, τραντάζομαι, φουρτουνιάζω 5. ( ομαι) ανακατεύομαι, ζαλίζομαι …   Dictionary of Greek

  • εντάρα — η αντάρα …   Dictionary of Greek

  • κυβερνώ — (AM κυβερνῶ, άω) 1. διοικώ το κράτος, διευθύνω πολιτεία ή ομάδα ανθρώπων (α. «κυβέρνησε δημοκρατικά επί οχτώ χρόνια» β. «τής πόλεως πάντα κυβερνώσα», Πλάτ. γ. «πάντα γὰρ τά τ οὖν πάρος τά τ εἰσέπειτα σῇ κυβερνῶμαι χερί», Σοφ.) 2. (συν. σχετικά με …   Dictionary of Greek

  • ομίχλη — Στη μετεωρολογία είναι τροποσφαιρικός σχηματισμός όμοιος προς το νέφος, από το οποίο διαφέρει μόνο κατά το ότι επικάθεται πάντοτε στην επιφάνεια του εδάφους. Στις περισσότερες περιπτώσεις πρόκειται για ένα σμήνος λεπτών υδροσταγονιδίων (με… …   Dictionary of Greek

  • παντού — επίρρ. 1. σε όλα τα μέρη («παντού κλάψα, παντού αντάρα και παντού ξεψυχισμοί», Σολωμ.) 2. φρ. «παντού τα πάντα» σ όλο τον κόσμο συμβαίνουν τα ίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάντα, κατά το αυτού που (πρβλ. αλλού < άλλος)] …   Dictionary of Greek

  • ρουθούνι — το / ῥουθούνι, ΝΜ, και αρθούνι Ν, και ῥουθοῡνιν και ἀρθοῡνιν Μ καθένα από τα δύο ελλειψοειδή ανοίγματα στο κάτω μέρος τής μύτης (α. «τα δυο του τα ρουθούνια ξερνούν αντάρα και φωτιά» β. «καὶ τζίκνα γέμισαν πολλὴν τ ἀρθούνια μου στὴν στράταν»,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»