-
1 αντωνυμία
ἀντωνυμίᾱ, ἀντωνυμίαpronoun: fem nom /voc /acc dualἀντωνυμίᾱ, ἀντωνυμίαpronoun: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἀντωνυμίᾱͅ, ἀντωνυμίαpronoun: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 αντωνυμια
-
3 αντωνυμία
η местоимение;προσωπική (κτητική, δεικτική, αύτοπαθής, ερωτηματική, αόριστη) αντωνυμία — личное (притяжательное, указательное, возвратное, вопросительное, неопределённое) местоимение
-
4 ἀντωνυμία
Βλ. λ. αντωνυμία -
5 ἀντωνυμίᾳ
Βλ. λ. αντωνυμία -
6 αντωνυμία
ηPronomen n -
7 αντωνυμία
[андонимиа] ουσ θ местоимение. -
8 ἀντωνυμία
ἀντωνῠμ-ία, ἡ,II interchange of names, Dam.Pr.73.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντωνυμία
-
9 ἀντωνυμία
ἀντ-ωνυμία, das Pronomen, Gramm -
10 αντωνυμία
pronom -
11 αντωνυμίας
ἀντωνυμίᾱς, ἀντωνυμίαpronoun: fem acc plἀντωνυμίᾱς, ἀντωνυμίαpronoun: fem gen sg (attic doric aeolic) -
12 ἀντωνυμίας
ἀντωνυμίᾱς, ἀντωνυμίαpronoun: fem acc plἀντωνυμίᾱς, ἀντωνυμίαpronoun: fem gen sg (attic doric aeolic) -
13 αντωνυμίαι
-
14 ἀντωνυμίαι
-
15 αντωνυμίαν
-
16 ἀντωνυμίαν
-
17 μονοπροσωπος
21) написанный для одного только лицаμ. ποίησις Diog.L. — монолог
2) грам. относящийся только к одному лицу(ἀντωνυμία - напр. ἐκεῖνος)
-
18 αόριστος
η, ο [ος, ον ] 1.1) неопределённый, неограниченный, бессрочный;επ' αόριστον — на неопределённое время;
αόριστη άδεια — бессрочный отпуск;
2) неопределённый, неясный, расплывчатый; туманный, смутный;αόριστον προαίσθημα — смутное предчувствие;
αόριστες γνώμες — неопределённые взгляды;
3) грам. неопределённый;αόριστη αντωνυμία — неопределённое местоимение;
2. (ο) грам, аорист -
19 αυτοπαθής
ης, ες грам, возвратный;αυτοπαθής αντωνυμία — возвратное местоимение
-
20 δεικτικός
η, ό[ν]1) указательный; 2) грам.:δεικτική αντωνυμία — указательное местоимение
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀντωνυμία — ἀντωνυμίᾱ , ἀντωνυμία pronoun fem nom/voc/acc dual ἀντωνυμίᾱ , ἀντωνυμία pronoun fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντωνυμίᾳ — ἀντωνυμίᾱͅ , ἀντωνυμία pronoun fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντωνυμία — Κλιτό μέρος του λόγου, που η κλασική γραμματική (Διονύσιος ο Θραξ) ερμήνευε και όριζε ως τη λέξη που αντικαθιστά ένα όνομα. Στην πραγματικότητα, όμως, o ρόλος της α. είναι ευρύτερος και θα μπορούσε να οριστεί ως η λέξη που δηλώνει, χωρίς να τα… … Dictionary of Greek
αντωνυμία — η λέξη που χρησιμοποιείται στο λόγο αντί για όνομα: Οι αντωνυμίες της νεοελληνικής γλώσσας είναι οχτώ ειδών (προσωπικές, κτητικές, αυτοπαθείς, οριστικές, δεικτικές, αναφορικές, ερωτηματικές, αόριστες) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀντωνυμίας — ἀντωνυμίᾱς , ἀντωνυμία pronoun fem acc pl ἀντωνυμίᾱς , ἀντωνυμία pronoun fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντωνυμίαι — ἀντωνυμίᾱͅ , ἀντωνυμία pronoun fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντωνυμίαν — ἀντωνυμίᾱν , ἀντωνυμία pronoun fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντωνυμιῶν — ἀντωνυμία pronoun fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντωνυμίαις — ἀντωνυμία pronoun fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη … Dictionary of Greek
ο — (I) ) ὅ (Α) (αρσ. τής αναφ. αντων., αντί ὅς) βλ. ος, η, ο. (II) ὅ (Α) (ουδ. τής αναφ. αντων.) βλ. ος, η, ο. (III) ὄ ὄ ὄ (Α) σχετλιαστικό επιφώνημα. η, το (ΑΜ ὁ, ἡ τό, Α δωρ. τ. θηλ. ἁ) Ι. ΚΛΙΣΗ: Α (στον εν.) 1. (γεν. τού, τής, τού (τοῡ, τῆς, τοῡ) … Dictionary of Greek