Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀντωνυμία

См. также в других словарях:

  • ἀντωνυμία — ἀντωνυμίᾱ , ἀντωνυμία pronoun fem nom/voc/acc dual ἀντωνυμίᾱ , ἀντωνυμία pronoun fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντωνυμίᾳ — ἀντωνυμίᾱͅ , ἀντωνυμία pronoun fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αντωνυμία — Κλιτό μέρος του λόγου, που η κλασική γραμματική (Διονύσιος ο Θραξ) ερμήνευε και όριζε ως τη λέξη που αντικαθιστά ένα όνομα. Στην πραγματικότητα, όμως, o ρόλος της α. είναι ευρύτερος και θα μπορούσε να οριστεί ως η λέξη που δηλώνει, χωρίς να τα… …   Dictionary of Greek

  • αντωνυμία — η λέξη που χρησιμοποιείται στο λόγο αντί για όνομα: Οι αντωνυμίες της νεοελληνικής γλώσσας είναι οχτώ ειδών (προσωπικές, κτητικές, αυτοπαθείς, οριστικές, δεικτικές, αναφορικές, ερωτηματικές, αόριστες) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀντωνυμίας — ἀντωνυμίᾱς , ἀντωνυμία pronoun fem acc pl ἀντωνυμίᾱς , ἀντωνυμία pronoun fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντωνυμίαι — ἀντωνυμίᾱͅ , ἀντωνυμία pronoun fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντωνυμίαν — ἀντωνυμίᾱν , ἀντωνυμία pronoun fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντωνυμιῶν — ἀντωνυμία pronoun fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντωνυμίαις — ἀντωνυμία pronoun fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη …   Dictionary of Greek

  • ο — (I) ) ὅ (Α) (αρσ. τής αναφ. αντων., αντί ὅς) βλ. ος, η, ο. (II) ὅ (Α) (ουδ. τής αναφ. αντων.) βλ. ος, η, ο. (III) ὄ ὄ ὄ (Α) σχετλιαστικό επιφώνημα. η, το (ΑΜ ὁ, ἡ τό, Α δωρ. τ. θηλ. ἁ) Ι. ΚΛΙΣΗ: Α (στον εν.) 1. (γεν. τού, τής, τού (τοῡ, τῆς, τοῡ) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»