Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀντωνυμιῶν

См. также в других словарях:

  • ἀντωνυμιῶν — ἀντωνυμία pronoun fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντωνυμίων — ἀντωνυμέω have an opposite denomination pres part act masc nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονοτονικό — Όπως είναι γνωστό, η ελληνική πολιτεία καθιέρωσε το 1982 στη γραφή της νέας ελληνική γλώσσας το μονοτονικό σύστημα, τη χρήση δηλαδή μόνο της οξείας ως συμβόλου που υποδεικνύει τη συλλαβή που τονίζεται. Η απόφαση αυτή στηρίζεται στην ιστορία της… …   Dictionary of Greek

  • — (Α) στοιχείο που προστίθεται στο τέλος τών δεικτικών αντωνυμιών και επιρρημάτων προς επίταση τής έννοιας τους (α. «τουτί» β. «δευρί»). [ΕΤΥΜΟΛ. Καταληκτικό δεικτικό επιτατικό μόριο που μαρτυρείται σε ΙΕ τ. (πρβλ. χεττιτ. aši, eni , πιθ. λατ. uti) …   Dictionary of Greek

  • -θε — (AM θε και θεν) κατάληξη τοπικών επιρρ. που δηλώνει την από τόπου κίνηση («δώθε», «κείθε», «πάροιθε», «άνωθεν») αρχ. κατάληξη τής γενικής ή αφαιρετικής εν. ουσ. ή επιθ. ή αντωνυμιών που δηλώνει την από τόπου κίνηση, την προέλευση ή την καταγωγή… …   Dictionary of Greek

  • ανταπόδοση — (Λογ.).Σχήμα λόγου όπου οι εικόνες και οι παραβολές ανταποκρίνονται ακριβώς στα πράγματα που στάθηκαν αφορμή για να χρησιμοποιηθούν οι εικόνες και οι παραβολές. Κλασικό παράδειγμα α. έχουμε στον λόγο του Αισχίνη κατά του Κτησιφώντα: «Όπως… …   Dictionary of Greek

  • αυτοπάθεια — η (Α αὐτοπάθεια) [αυτοπαθής] νεοελλ. 1. το παθαίνει κανείς κάτι από τον ίδιο τον εαυτό του 2. η ιδιότητα ορισμένων λέξεων (κυρίως αντωνυμιών και ρημάτων) να δηλώνουν ότι η ενέργεια του υποκειμένου επιστρέφει στο ίδιο το υποκείμενο αρχ. η… …   Dictionary of Greek

  • γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… …   Dictionary of Greek

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

  • διπρόσωπος — η, ο (AM διπρόσωπος, ον) 1. αυτός που έχει δύο πρόσωπα, δύο όψεις 2. ανειλικρινής, δόλιος, πανούργος αρχ. 1. αμφίβολος, διφορούμενος 2. γραμμ. αυτός που δηλώνει δύο πρόσωπα (για περιπτώσεις τύπων αντωνυμιών που χρησιμοποιούνται για να δηλώσουν… …   Dictionary of Greek

  • κλίση — I (Αστρον.). Κ. τροχιάς ενός πλανήτη είναι η γωνία που σχηματίζει το επίπεδο της τροχιάς του με την τροχιά της Γης, δηλαδή την εκλειπτική. Από τους μεγάλους πλανήτες του ηλιακού μας συστήματος, ο Πλούτων έχει τη μεγαλύτερη κ. (17° 18’48’) και ο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»