-
1 ἀντροδίαιτος
A living in caves, Orph.H.32.3; of Pan, ib.11.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντροδίαιτος
См. также в других словарях:
σπηλοδίαιτος — ον, Μ αυτός που κατοικεί σε σπηλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπήλ αιον + συνδετικό φωνήεν ο + δίαιτος (< δίαιτα), πρβλ. αντρο δίαιτος] … Dictionary of Greek