-
1 ἀντριάς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντριάς
-
2 αντριάδες
-
3 ἀντριάδες
-
4 αντριάδων
-
5 ἀντριάδων
-
6 αντριάσι
-
7 ἀντριάσι
-
8 αντριάσιν
-
9 ἀντριάσιν
См. также в других словарях:
ἀντριάδες — ἀντριάς grot fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντριάδων — ἀντριάς grot fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντριάσι — ἀντριάς grot fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντριάσιν — ἀντριάς grot fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)