-
1 αντοικτιρω
-
2 ἀντοικτίρω
ἀντοικτίρω, = foreg.,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντοικτίρω
См. также в других словарях:
αντοικτίζω — ἀντοικτίζω κ. ἀντοικτίρω (Α) ανταποδίδω οίκτο … Dictionary of Greek
1 αντοικτιρω
2 ἀντοικτίρω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντοικτίρω
αντοικτίζω — ἀντοικτίζω κ. ἀντοικτίρω (Α) ανταποδίδω οίκτο … Dictionary of Greek