-
1 αντλήματα
-
2 ἀντλήματα
-
3 ἐξαιρέτης
ἐξαιρ-έτης, [dialect] Lacon. [suff] ἐξαιρ-έταρ· ἁρπάγη, ἢ ἅρπαξ ὁ πρὸς τὰ ἀντλήματα, Hsch.; cf. ἐξαι<ρέ>της· ἀφαιρέτης, Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξαιρέτης
См. также в других словарях:
ἀντλήματα — ἄντλημα bucket for drawing water neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίακτος — η, ο / περίακτος, ον, ΝΜΑ [περιάγω] αυτός που μπορεί να περιστραφεί γύρω από ένα κέντρο ή από έναν άξονα αρχ. 1. (το θηλ. πληθ. ως ουσ.) αἱ περίακτοι είδος μηχανήματος το οποίο χρησίμευε για αλλαγή τών σκηνικών στο αρχαίο θέατρο 2. το ουδ. ως ουσ … Dictionary of Greek