-
101 ἀντι-παρά-τασις
ἀντι-παρά-τασις, ἡ, das Entgegenstellen, Verglei chen, Sp.
-
102 ἀντι-παρά-ταξις
ἀντι-παρά-ταξις, ἡ, das Entgegenstellen eines Heeres, Widerstand, Dion. Hal. 6, 22; Ios.
-
103 ἀντι-παρ-άγω
ἀντι-παρ-άγω (s. ἄγω). das Heer gegen den anrückenden Feind ausführen; meist mit ausgelassenem στρατόν, scheinbar intrans., ausrücken, Xen. Cyr. 1, 6, 43; Pol. 1, 84, der es aber auch in der Bdtg daneben, entlang, entgegenrücken braucht, z. B. ταῖς παρωρείαις 3, 53; s. 1, 77. 3, 101.
-
104 ἀντι-παρά-κειμαι
ἀντι-παρά-κειμαι (s. κεῖμαι), gegenüberliegen, τινί Pol. 3, 37.
-
105 ἀντι-παρά-κλησις
ἀντι-παρά-κλησις, ἡ, gegenseitige Ermahnung, Pol. 11, 12.
-
106 ἀντι-παρ-έρχομαι
ἀντι-παρ-έρχομαι, vorbeigehen, Strat. 7 (XII, 8).
-
107 ἀντι-παρ-έχω
ἀντι-παρ-έχω (s. ἔχω), dagegen darreichen, wiedergeben, ersetzen, Thuc. 6, 21; Xen. Hier. 7, 12; Sp. auch im med., z. B. Leon. Al. 34 (IX, 12).
-
108 ἀντι-παρ-έκ-τασις
ἀντι-παρ-έκ-τασις, ῆ, = ἀντιπαράτασις, Sp.
-
109 ἀντι-παρ-έξ-ειμι
ἀντι-παρ-έξ-ειμι ( εἶμι), 1) dagegen ausrücken, Sp. – 2) dagegen ausweichen, aus dem Wege gehen, Plut. Cic. 43.
-
110 ἀντι-παρ-ίστημι
ἀντι-παρ-ίστημι, entgegenstellen, Sp.
-
111 ἀντι-παρ-ήκω
ἀντι-παρ-ήκω, sich auf der andern Seite entlang erstrecken, Arist. mund. 3, 7, Plut. Ant. 61.
-
112 ἀντι-παρ-ώνυμος
ἀντι-παρ-ώνυμος, dagegen davon benannt, Nicomach. arithm. 2, 3.
-
113 ἀντι-παρ-ῳδέω
ἀντι-παρ-ῳδέω, um die Wette parodiren, Strab. IX p. 394.
-
114 ἀντι-παταγέω
ἀντι-παταγέω, entgegen od. um die Wette lärmen, τινί Thuc. 3, 22.
-
115 ἀντι-πατέω
ἀντι-πατέω, entgegengehen, Sp., wie Schol. Soph. El. 577.
-
116 ἀντι-πεπόνθησις
ἀντι-πεπόνθησις, ἡ, das gegenseitige Verhältniß, Nicomach. arithm. 1, 7.
-
117 ἀντι-πεπονθός
ἀντι-πεπονθός (s. ἀντιπάσχω), τό, die Vergeltung, Wechselwirkung, das umgekehrte Verhältniß, Arist. Mathem.
-
118 ἀντι-πεπονθότως
ἀντι-πεπονθότως, durch Wiedervergeltung, od. im umgekehrten Verhältniß, Sp.
-
119 ἀντι-περι-πλέω
ἀντι-περι-πλέω (s. πλέω), auf der andern Seite herumschiffen, Strab. 1, 1, 8.
-
120 ἀντι-περι-σπασμός
ἀντι-περι-σπασμός, ὁ, dasselbe, ποιεῖν, den Feind zur Theilung seiner Streitkräfte nöthigen, Diod. Sic. 14, 49.
См. также в других словарях:
αντί — και αντίς πρόθεση 1. συντάσσεται με αιτ. ή και ονομαστ. και σημαίνει αντικατάσταση: Ζημιά θα χουμε αντίς ωφέλεια. – Αντίς ο Γιάννης ήρθ ο Πέτρος. 2. με την ίδια σημασία εκφέρεται μαζί με τις προθέσεις για, με, σε, από, ή συντάσσεται με τελική… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀντί — over against. indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντί — (I) και αντίς πρόθ. (AM ἀντί) 1. (για τόπο) απέναντι, αντίκρυ «στάθηκε αντί στο πέλαγο κι αντί στ άγριο το κύμα» (δημοτ. τραγ.) «μηδ ἀντ ἠελίου τετραμμένος ὀρθὸς ὁμιλεῑν» (Ησίοδ.) 2. σε αντάλλαγμα, σε αντικατάσταση «παρὰ δὲ Ἑρμιονέων νῆσον ἀντὶ… … Dictionary of Greek
αντι- — (AM ἀντι ) (< πρόθ. αντί). Κατά τη σύνθεση, η πρόθεση αντί προ φωνήεντος εμφανίζεται κανονικά με έκθλιψη του ι ως αντ είτε, αφομοιωτικά, ως ανθ , όταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται, μολονότι σε νεώτερα ιδίως σύνθετα ή και σε αρχαία από… … Dictionary of Greek
αντι(σ)κόβω — αντι(σ)κόβω, αντί(σ)κοψα βλ. πίν. 7 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
Ἀντὶ δὲ πληγῆς φονίας φονίαν… — См. Око за око, зуб за зуб … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
.αντι — ἐντι , εἰμί sum pres ind act 3rd pl (doric) ἐντι , εἰμί sum pres ind act 3rd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντί' — ἀντία , ἀντίον neut nom/voc/acc pl ἀντία , ἀντίος set against neut nom/voc/acc pl ἀντίε , ἀντίος set against masc voc sg ἀντίαι , ἀντίος set against fem nom/voc pl ἀντίᾱͅ , ἀντίος set against fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Άντι, Έντρε — (Endre Ady, Ερμίντσζεντ 1877 – Βουδαπέστη 1919). Ούγγρος ποιητής. Αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές του σε κολέγιο καλβινιστών, ακολούθησε τον δημοσιογραφικό κλάδο, εκδηλώνοντας λαϊκές και ριζοσπαστικές τάσεις. Η πρώτη του ποιητική συλλογή πέρασε… … Dictionary of Greek
Γκαρσία, Άντι — (Andy Garcia, Αβάνα 1956 –). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Κουβανού ηθοποιού του κινηματογράφου Αντρέ Αρτούρο Γκάρσι Μενεντέζ (Andres Arturo Garci Menendez). Από τους πιο χαρισματικούς ηθοποιούς της γενιάς του, συχνά συγκρίνεται, ίσως και λόγω… … Dictionary of Greek
Γουόρχολ, Άντι — (Andy Warhol, Φόρεστ Σίτι, Πενσιλβάνια 1928 – 1987). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του πολωνικής καταγωγής Αμερικανού ζωγράφου και σκηνοθέτη του κινηματογράφου Άντριου Γουορχόλα (AndrewWarhola). Ο Γ. σπούδασε στο ινστιτούτο τεχνολογίας του Κάρνεγκι. Το… … Dictionary of Greek