-
41 ἀντι-πρό-κλησις
ἀντι-πρό-κλησις, ἡ, gegenseitige Verabredung der Bedingungen, Suid.
-
42 ἀντι-πρεσβευτής
ἀντι-πρεσβευτής, ὁ, Stellvertreter eines Gesandten.
-
43 ἀντι-πρεσβεύομαι
ἀντι-πρεσβεύομαι, dagegen, ebenfalls Gesandteschicken, Thuc. 4, 118. 6, 75; act., Pol. 8, 138.
-
44 ἀντι-πρακτικός
ἀντι-πρακτικός, entgegenhandelnd, M. Anton. 2, 1.
-
45 ἀντι-προ-πίνω
ἀντι-προ-πίνω (s. πίνω), dagegen sich unter einander zutrinken, Ath. XV, 669 e, vgl. IV, 128 a.
-
46 ἀντι-προς-φέρω
ἀντι-προς-φέρω (s. φέρω), dagegen heranbringen, λύχνον τινί Xen. Symp. 5, 9.
-
47 ἀντι-προς-ερεῖν
ἀντι-προς-ερεῖν, fut. zu ἀντιπροσειπεῖν; davon ἀντιπροςεῤῥήϑη Xen. Mem. 3, 13, 1, sein Gruß wurde nicht erwidert.
-
48 ἀντι-προς-κυνέω
ἀντι-προς-κυνέω, dagegen, ebenfalls fußfällig verehren, Plut. adv. Col. 17.
-
49 ἀντι-προς-ειπεῖν
ἀντι-προς-ειπεῖν, dagegen anreden, Aristid.
-
50 ἀντι-προς-καλέομαι
ἀντι-προς-καλέομαι, den, von dem man gerichtlich belangt ist, ebenfalls belangen, Dem. 47, 45.
-
51 ἀντι-προς-ελαύνω
ἀντι-προς-ελαύνω (s. ἐλαύνω), dagegen anrücken. sc. στρατόν, s. ἐλαύνω, Dio C.
-
52 ἀντι-προς-αγορεύω
ἀντι-προς-αγορεύω, dagegen anreden u. begrüßen, Plut. Crass. 3.
-
53 ἀντι-προς-έρχομαι
ἀντι-προς-έρχομαι (s. ἔρχομαι), dagegen anrücken, darauf losgehen, Sp.
-
54 ἀντι-προς-ᾱμάομαι
ἀντι-προς-ᾱμάομαι, dagegen von neuem aufschütten, aufhäufen, γῆν Xen. Oec. 17, 13.
-
55 ἀντι-προ-τείνω
ἀντι-προ-τείνω, dagegen ausstrecken, δεξιάν Xen. Hell. 4, 1, 31; dagegen vorschlagen, Dion. Hal. 8, 19.
-
56 ἀντι-προ-τίθημι
ἀντι-προ-τίθημι (s. τίϑημι), dagegen vorsetzen, vorschlagen, Dio Cass.
-
57 ἀντι-προ-καλέομαι
ἀντι-προ-καλέομαι (s. καλέω), dagegen einen Vorschlag, Bedingungen machen, Dem. 37, 43; D. Hal.
-
58 ἀντι-προ-βολή
ἀντι-προ-βολή, ἡ, Vorschlag zur Besetzung einer Stelle durch einen Andern, Plat. Legg. VI, 756 a.
-
59 ἀντι-προ-βάλλομαι
ἀντι-προ-βάλλομαι (s. βάλλω), an eines Andern Stelle (zu einem Amt) vorschlagen, Plat. Legg. VI, 755 d.
-
60 ἀντι-προ-θύμέομαι
ἀντι-προ-θύμέομαι, dagegen bereitwillig sein, mißvergnügt sein, Sp.
См. также в других словарях:
αντί — και αντίς πρόθεση 1. συντάσσεται με αιτ. ή και ονομαστ. και σημαίνει αντικατάσταση: Ζημιά θα χουμε αντίς ωφέλεια. – Αντίς ο Γιάννης ήρθ ο Πέτρος. 2. με την ίδια σημασία εκφέρεται μαζί με τις προθέσεις για, με, σε, από, ή συντάσσεται με τελική… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀντί — over against. indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντί — (I) και αντίς πρόθ. (AM ἀντί) 1. (για τόπο) απέναντι, αντίκρυ «στάθηκε αντί στο πέλαγο κι αντί στ άγριο το κύμα» (δημοτ. τραγ.) «μηδ ἀντ ἠελίου τετραμμένος ὀρθὸς ὁμιλεῑν» (Ησίοδ.) 2. σε αντάλλαγμα, σε αντικατάσταση «παρὰ δὲ Ἑρμιονέων νῆσον ἀντὶ… … Dictionary of Greek
αντι- — (AM ἀντι ) (< πρόθ. αντί). Κατά τη σύνθεση, η πρόθεση αντί προ φωνήεντος εμφανίζεται κανονικά με έκθλιψη του ι ως αντ είτε, αφομοιωτικά, ως ανθ , όταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται, μολονότι σε νεώτερα ιδίως σύνθετα ή και σε αρχαία από… … Dictionary of Greek
αντι(σ)κόβω — αντι(σ)κόβω, αντί(σ)κοψα βλ. πίν. 7 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
Ἀντὶ δὲ πληγῆς φονίας φονίαν… — См. Око за око, зуб за зуб … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
.αντι — ἐντι , εἰμί sum pres ind act 3rd pl (doric) ἐντι , εἰμί sum pres ind act 3rd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντί' — ἀντία , ἀντίον neut nom/voc/acc pl ἀντία , ἀντίος set against neut nom/voc/acc pl ἀντίε , ἀντίος set against masc voc sg ἀντίαι , ἀντίος set against fem nom/voc pl ἀντίᾱͅ , ἀντίος set against fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Άντι, Έντρε — (Endre Ady, Ερμίντσζεντ 1877 – Βουδαπέστη 1919). Ούγγρος ποιητής. Αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές του σε κολέγιο καλβινιστών, ακολούθησε τον δημοσιογραφικό κλάδο, εκδηλώνοντας λαϊκές και ριζοσπαστικές τάσεις. Η πρώτη του ποιητική συλλογή πέρασε… … Dictionary of Greek
Γκαρσία, Άντι — (Andy Garcia, Αβάνα 1956 –). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Κουβανού ηθοποιού του κινηματογράφου Αντρέ Αρτούρο Γκάρσι Μενεντέζ (Andres Arturo Garci Menendez). Από τους πιο χαρισματικούς ηθοποιούς της γενιάς του, συχνά συγκρίνεται, ίσως και λόγω… … Dictionary of Greek
Γουόρχολ, Άντι — (Andy Warhol, Φόρεστ Σίτι, Πενσιλβάνια 1928 – 1987). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του πολωνικής καταγωγής Αμερικανού ζωγράφου και σκηνοθέτη του κινηματογράφου Άντριου Γουορχόλα (AndrewWarhola). Ο Γ. σπούδασε στο ινστιτούτο τεχνολογίας του Κάρνεγκι. Το… … Dictionary of Greek