-
1 ἀντι-φιλία
ἀντι-φιλία, ἡ, dasselbe, Arist. Eudem. 7, 2.
-
2 ἀντιφίλησις
ἀντι-φίλησις, ἀντι-φιλία, Gegenliebe -
3 ἀντιφιλία
ἀντι-φίλησις, ἀντι-φιλία, Gegenliebe -
4 προς-ήκω
προς-ήκω, bis irgendwohin kommen, reichen, sich bis irgendwohin erstrecken, herankommen; χρεία προςήκει, Aesch. Pers. 139; εἴπερ ὡς φίλοι προςήκετε, Soph. Phil. 229; O. C. 35; ἐνταῦϑ' ἐλπίδος προςήκομεν, Eur. Or. 692. – Gew. übertr., bes. impers., προςήκει πρός τινα, es geht Einen an, hat Bezug auf ihn, Her. 8, 100, εἰ δὲ τῷ ξένῳ τούτῳ προςήκει Λαΐῳ τι συγγενές, Soph. O. R. 814, wenn irgend eine Verwandtschaft sich bis auf ihn erstreckt; προςήκει μοί τινος, mir kommt ein Antheil davon zu, ich habe Theil daran, Lys. 6, 38; οὐδέν μοι προςήκει τινός, ich habe keinen Theil daran, es geht mich nicht an, Xen. An. 3, 1, 31; vgl. Plat. Phaed. 88 b; ᾡ μήτε μέσου μήτε μερῶν προςήκει, Parm. 138 d; προςήκει οὐδενὶ ἀρχῆς, Xen. Cyr. 8, 1, 37; aber gew. c. dat., es kommt Einem zu, paßt oder schickt sich für ihn, οἷς προςῆκε πενϑῆσαι τριχί, Aesch. Ch. 171; τῷ γὰρ προςήκει πλήν γ' ἐμοῠ καὶ σοῠ τάδε, Soph. El. 897; οὐ σοὶ προςήκει τήνδε προςφωνεῖν φάτιν, 1204; μῶν προςῆκέ σοι, Eur. I. T. 550; βελτίονί σοι προςήκει γενέσϑαι, Plat. Phaedr. 233 a; Gorg. 479 e; ὡς ἀγαϑοῖς ὑμῖν προςήκει εἶναι, Xen. An. 3, 2, 11; ἃ ἱππάρχῳ προςῆκεν εἰδέναι, de re equ. 12, 15; vgl. εἴϑ' ὑμᾶς προςῆκεν ἐκ τῆς χώρας ἀπιέναι εἴϑ' ἡμᾶς, An. 7, 7, 18, worauf sich die Bemerkung des Thom. Mag. bezieht: τὸ προςῆκεν ἀντὶ τοῦ προςήκει λαμβανόμενον Ἀττικόν ἐστιν, wie wir sagen: es ziemte sich, du müßtest, für »es ziemt sich, du mußt«. – Auch mit acc. c. int., οὔ σε προςήκει τὸ μέλημα λέγειν, Aesch. Ag. 1530; τί γὰρ προςήκει κατϑανεῖν σ' ἐμοῠ μέτα, Eur. O. 1071; τούτους προςήκει τῶν πόλεων ἄρχειν, Plat. Gorg. 491 d; Lys. 301 c; er vrbdt auch ὡς νῦν ὁ τυχὼν καὶ οὐδὲν προςήκων ἔρχεται ἐπ' αὐτό, der Nichts damit zu thun hat, sich nicht dazu paßt, u. braucht προςῆκον absolut, da es sich ziemt, paßt, Crat. 397 b, vgl. Theaet. 196 c; πολὺ δή που ἡμᾶς προςήκει ἀμείνονας εἶναι, Xen. An. 3, 2, 15; Folgde; – οἱ προςήκοντες, die Verwandten, τοῖς κυρίοισι καὶ προσήκουσι, Aesch. Ch. 678; u. vollständiger οἱ προςήκοντες γένει, Eur. Med. 1304; vgl. Ar. Ran. 697; Her. 1, 216; Plat. Legg. IX, 874 a u. öfter; auch ὀνόματι μόνον προςήκοντας, Conv. 179 c, nur dem Namen nach verwandt; φιλίᾳ, Xen. Cyr. 8, 7, 23; – τὸ προςῆκον, häufiger τὰ προςήκοντα, das Geziemende, Obliegende, die Pflicht, ἐκτὸς τοῦ προςήκοντος, Eur. Heracl. 215; μακρότερα τοῠ προςήκοντος ἐρωτᾶν, Plat. Crat. 413 a; auch τὸ προςῆκον ἑκάστῳ ἀποδιδόναι, Rep. I, 332 c; τὴν προςήκουσαν ἀρετὴν ἑκάστῳ γένει, Critia. 110 c; τὰ προςήκοντα πράττειν καὶ περὶ ϑεοὺς καὶ περὶ ἀνϑρώπους, Gorg. 507 a; Xen. Cyr. 3, 3, 1. 5, 2, 22; Isocr. 4, 76 setzt τὰ μηδὲν προςήκοντα dem ἴδια entgegen; u. ähnl. Thuc. τὰς προςηκούσας ἀρετὰς μὴ αἰσχῦναι, domesticas virtutes, 4, 33.
См. также в других словарях:
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
νεοκλασικισμός — Μεγάλη πολιτιστική κίνηση που διαδόθηκε ευρύτατα στην Ευρώπη στη δεύτερη πεντηκονταετία του 18ου και στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αι. Η αρχή του ανάγεται στο ενδιαφέρον για τις αρχαιολογικές σπουδές, που ανακινήθηκε μετά τις επιτυχείς ανασκαφές … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… … Dictionary of Greek
List of medical roots, suffixes and prefixes — This is a list of roots, suffixes, and prefixes used in medical terminology, their meanings, and their etymology. There are a few rules when using medical roots. Firstly, prefixes and suffixes, primarily in Greek, but also in Latin, have a… … Wikipedia
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek