-
1 τινω
(эп. ῑ, атт. ῐ) [τίω] (fut. τίσω с ῑ, aor. ἔτῑσα; pass.: aor. ἐτίσθην, pf. τέτισμαι)1) платить, уплачивать(μισθόν τινι Xen.; δασμόν τινι Soph.)
τ. ἀμοιβήν τινός τινι Hom. — возмещать кому-л. стоимость чего-л.;τίσασθαι πολυπλάσιά τινος Anth. — получить взамен во много раз больше;τ. ἔκτισίν τινι Plat. — уплачивать кому-л. возмещение убытков2) отплачивать, воздавать, вознаграждатьζωάγρια τ. τινί Hom. — отблагодарить кого-л. за спасение жизни;
ἃ δεῖ τῖσαί τινι Eur. — воздать кому-л. должное;τ. τινὴ χάριν Aesch. — отплачивать кому-л. за услугу3) делать, оказыватьὀλίγην χάριν τ. Anth. — оказывать маленькую услугу
4) перен. платить, расплачиваться, искупатьτ. τί τινι и ἀντί τινος Aesch. — искупать что-л. чем-л.;
τ. λοιγόν τινος Hom. — расплачиваться за чью-л. гибель;σῷ δ΄ αὐτοῦ κράατι τίσεις Hom. — ты поплатишься собственной головой5) нести (наказание), подвергаться (каре)τ. τι Hom., Plat. и τ. δίκην τινός Eur., Plat. — нести наказание за что-л.;
τίσειν τέν προσήκουσαν τιμωρίαν Plat. — понести надлежащую кару;οὐκ ἴσην ἔτισεν Soph. — он подвергся неравному наказанию, т.е. был непомерно жестоко наказан6) med. наказывать, карать(τινά τινος Hom., Her., Soph. и τινά τι Hom., Eur.)
τίσασθαί τινά τινι Aesch. — покарать кого-л. чем-л.;τίσασθαί τινα ὑπέρ τινος Her. — отомстить кому-л. за кого-л. -
2 αντιτινω
1) нести кару, расплачиваться Soph.2) med. отплачивать, воздаватьἀντιτίσασθαί τινος φόνον Aesch. — отомстить убийством за что-л., но ἀ. φόνον Aesch. мстить за убийство;
ἀντιτίσασθαί τινα δίκην τινός Eur. — покарать кого-л. за что-л.
См. также в других словарях:
ἀντίσεις — ἀντί̱σεις , ἀνά τίνω pay a price aor subj act 2nd sg (epic) ἀντί̱σεις , ἀνά τίνω pay a price fut ind act 2nd sg ἀντί̱σεις , ἀνά τίω fut ind act 2nd sg (epic ionic) ἀνά τίζω to be always asking what? aor subj act 2nd sg (epic) ἀνά τίζω to be… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄντισα — ἄντῑσα , ἀνά τίνω pay a price aor ind act 1st sg (homeric) ἀνά τίζω to be always asking what? aor ind act 1st sg (homeric) ἀντί ἵζω si sd o aor ind act 1st sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντισθῆναι — ἀντῑσθῆναι , ἀνά τίνω pay a price aor inf pass ἀνά τίζω to be always asking what? aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντίνου — ἀνά τίνω pay a price pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) ἀντί̱νου , ἀνά τίνω pay a price pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) ἀνά τίνω pay a price imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) ἀντί̱νου , ἀνά τίνω pay a price imperf ind mp… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντίνω — ἀνά τίνω pay a price pres subj act 1st sg ἀνά τίνω pay a price pres ind act 1st sg ἀντί̱νω , ἀνά τίνω pay a price pres subj act 1st sg ἀντί̱νω , ἀνά τίνω pay a price pres ind act 1st sg ἀντί̱νω , ἀντί ἰνόω make strong and nervous imperf ind act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποινή — Στο νεότερο ποινικό δίκαιο, π. είναι η στέρηση ή η μείωση ενός έννομου αγαθού, την οποία επιβάλλει το κράτος, με δικαστική απόφαση, σε ένα άτομο, επειδή διέπραξε ένα αδίκημα για το οποίο ο νόμος προβλέπει την επιβολή αυτής της στέρησης. Το πρώτο… … Dictionary of Greek
τιμή — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η ποσότητα χρήματος που δίνεται σε αντάλλαγμα αγαθών ή υπηρεσιών ή, πιο συγκεκριμένα, η αξία των αγαθών και των υπηρεσιών εκφραζόμενη σε χρήμα. Συχνά, αντί για τη λέξη τ., προτιμούν να χρησιμοποιούν, ειδικά στην… … Dictionary of Greek