-
1 ἀντι-τιτρώσκω
ἀντι-τιτρώσκω (s. τιτρώσκω), dagegen verwunden, Hel. 7, 27.
-
2 ἀντιτιτρώσκω
-
3 αντετίτρωσκον
-
4 ἀντετίτρωσκον
-
5 αντιτρώσαντα
ἀντί-τιτρώσκωwound: aor part act neut nom /voc /acc plἀντί-τιτρώσκωwound: aor part act masc acc sg -
6 ἀντιτρώσαντα
ἀντί-τιτρώσκωwound: aor part act neut nom /voc /acc plἀντί-τιτρώσκωwound: aor part act masc acc sg -
7 αντιτιτρώσκεται
-
8 ἀντιτιτρώσκεται
-
9 αντιτρώσαι
-
10 ἀντιτρῶσαι
-
11 αντιτρώσειν
-
12 ἀντιτρώσειν
-
13 αντιτέτρωτο
-
14 ἀντιτέτρωτο
См. также в других словарях:
ἀντετίτρωσκον — ἀντί τιτρώσκω wound imperf ind act 3rd pl ἀντί τιτρώσκω wound imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιτρώσαντα — ἀντί τιτρώσκω wound aor part act neut nom/voc/acc pl ἀντί τιτρώσκω wound aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιτιτρώσκεται — ἀντί τιτρώσκω wound pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιτρῶσαι — ἀντί τιτρώσκω wound aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιτρώσειν — ἀντί τιτρώσκω wound fut inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιτέτρωτο — ἀντί τιτρώσκω wound plup ind mp 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερηδόνα — I Καταστρεπτική διεργασία εις βάρος των σκληρών ιστών του οργανισμού, όπως τα οστά, οι χόνδροι και τα δόντια· συχνότερα ο όρος σημαίνει την τ. των δοντιών. Η τελευταία αυτή οφείλεται στη συνέργια ενδογενών και εξωγενών παραγόντων: γενικές… … Dictionary of Greek
ter-3, terǝ- and teri-, trī- — ter 3, terǝ and teri , trī English meaning: to rub Deutsche Übersetzung: “reiben; drehend reiben” (from which “drehen”), “(reibend) durchbohren” Note: also teru : treu (extended with b, g, gh, ĝh, k, p); here ter 2 “tender” (eig … Proto-Indo-European etymological dictionary