Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀντι-τιτρώσκω

См. также в других словарях:

  • ἀντετίτρωσκον — ἀντί τιτρώσκω wound imperf ind act 3rd pl ἀντί τιτρώσκω wound imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιτρώσαντα — ἀντί τιτρώσκω wound aor part act neut nom/voc/acc pl ἀντί τιτρώσκω wound aor part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιτιτρώσκεται — ἀντί τιτρώσκω wound pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιτρῶσαι — ἀντί τιτρώσκω wound aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιτρώσειν — ἀντί τιτρώσκω wound fut inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιτέτρωτο — ἀντί τιτρώσκω wound plup ind mp 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τερηδόνα — I Καταστρεπτική διεργασία εις βάρος των σκληρών ιστών του οργανισμού, όπως τα οστά, οι χόνδροι και τα δόντια· συχνότερα ο όρος σημαίνει την τ. των δοντιών. Η τελευταία αυτή οφείλεται στη συνέργια ενδογενών και εξωγενών παραγόντων: γενικές… …   Dictionary of Greek

  • ter-3, terǝ- and teri-, trī- —     ter 3, terǝ and teri , trī     English meaning: to rub     Deutsche Übersetzung: “reiben; drehend reiben” (from which “drehen”), “(reibend) durchbohren”     Note: also teru : treu (extended with b, g, gh, ĝh, k, p); here ter 2 “tender” (eig …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»