-
1 αντιπαθης
См. также в других словарях:
αντιπαθής — (antipathes). Γένος κοιλεντερωτών της οικογένειας των αντιπαθιδών. Ζουν στις θάλασσες των τροπικών και εύκρατων ζωνών σε μεγάλα βάθη. Είναι ζώα που σχηματίζουν δενδροειδή σκελετό με έξι αγκαθωτές κεραίες και έχουν στιλπνό μαύρο χρώμα. Κυριότερο… … Dictionary of Greek
προπαθής — ές, Α αυτός που προηγουμένως έπασχε από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + παθής (< πάθος), εφόσον δεν πρόκειται για εσφ. γρφ. αντί πραϋπαθής] … Dictionary of Greek