-
1 ἀντι-πίπτω
ἀντι-πίπτω (s. πίπτω), entgegenfallen, Arist. probl. 16, 13; dah. widerstreiten, widersprechen, Plut. Thes. 28 u. öfter. Bes. häufig bei Pol., z. B. von widrigem Winde, 4, 44; ὁ νόμος ἀντιπίπτει τούτῳ 25, 9; πρός τι 22, 5; absol., ungünstig ausfallen (anders, secus), 10, 37 u. öfter.
-
2 ἀντιπίπτω
ἀντι-πίπτω, entgegenfallen; dah. widerstreiten, widersprechen; von widrigem Winde; absol., ungünstig ausfallen (anders, secus) -
3 αντιπιπτω
(fut. ἀντιπεσοῦμαι)1) наталкиваться (на препятствие)(τὰ φερόμενα ὅταν ἀντιπέσῆ Arst.; τοῖς πολεμίοις и πρὸς τοὺς πολεμίους Polyb.)
2) служить препятствием, противиться(τινί Polyb.)
τῆς τύχης ἀντιπιπτούσης Polyb. — если судьба сложится неблагоприятно;τὸ ἀντιπῖπτον Arst. — препятствие;μηδὲν ἀντιπίπτει παρὰ τῶν ἱστορικῶν τοῖς τραγικοῖς Plut. — (в этом вопросе) нет противоречия между историками и трагиками
См. также в других словарях:
μεταπίπτω — (ΑΜ μεταπίπτω) [πίπτω] 1. πέφτω με διαφορετικό τρόπο ή σε άλλο μέρος, αλλάζω απότομα θέση ή κατάσταση, μεταστρέφομαι, μεταβάλλομαι ή αλλοιώνομαι ξαφνικά («ἀπὸ μὲν δὴ ταύτης τῆς ἡμέρας μεταπεσεῑν τὸ εἶδος», Ηρόδ.) 2. γραμμ. (για λέξεις) αλλάζω… … Dictionary of Greek