Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀντι-πέμπω

См. также в других словарях:

  • στέλλω — ΝΜΑ, και στέλνω και στέρνω Ν αποστέλλω, πέμπω (α. «τού έστειλε πολλά χαιρετίσματα» β. «ἐς οἶκον σὸς λόγος στέλλει πάλιν», Αισχύλ.) νεοελλ. φρ. «στέλνω κάποιον στον διάβολο» διώχνω κάποιον με άσχημο τρόπο, τόν ξαποστέλνω νεοελλ. αρχ. ναυτ.… …   Dictionary of Greek

  • πυροπεμψίφλογος — ον, Α αυτός που εκπέμπει φλόγες φωτιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αποτελεί ανώμαλο σχηματισμό αντί τού αναμενόμενου *πεμψι πυρό φλογος και παράγεται < θ. πυρο τής λ. πῦρ + θ. πεμψι τού πέμπω (κατά τα συνθ. τού τύπου τερψίμβροτος) + φλογος (< φλόξ,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»