-
1 ἀντι-πλήσσω
ἀντι-πλήσσω, dagegen schlagen, Arist. magn. mor. 1, 34.
-
2 ἀντι-πλήξ
ἀντι-πλήξ, ῆγος (πλήσσω), entgegenschlagend, wohl nur Soph. Ant. 588 ἀντιπλῆγες ἀκταί, von Wogen gepeitschte Ufer.
-
3 δια-πλήσσω
δια-πλήσσω (s. πλήσσω), zerschlagen, zerspalten; Homer: Iliad. 23, 120 τὰς (δρῦς) μὲν ἔπειτα διαπλήσσοντες Ἀχαιοὶ ἔκδεον ἡμιόνων, Scholl. Didym. οὕτως διαπλήσσοντες διὰ τοῦ ῆ αἱ Ἀριστάρχου, ἀντὶ τοῦ διακόπτοντες· ἄλλοι δὲ διαπλίσσοντες διὰ τοῦ ῑ, Apollon. Lex. Homer. p. 58, 18 διαπλήσσοντες· διασχίζοντες. ἐὰν δὲ σὺν τῷ ῑ γράφηται, ἔσται διαβαίνοντες; außerdem Lesart διαρρήσσοντες; Odyss. 8, 507 διαπλῆξαι κοῖλον δόρυ νηλέι χαλκῷ, Scholl. Didym. διατμῆξαι: Ἀρίσταρχος διαπλῆξαι, ὡς ἀλλαχοῦ, »τὰς μὲν ἔπειτα διαπλήσσοντες Ἀχαιοί ( Iliad. 23, 20)«. – Pass. διαπλήσσεσϑαι πρός τι, über etwas erstaunt sein, Epict. ench. 33, 13.
-
4 ἀντιπλήσσω
См. также в других словарях:
τριοττίς — ίδος ή Μ περιτραχήλι ή σκουλαρίκι με τρεις οπές ή με τρεις πολύτιμους λίθους σε σχήμα οφθαλμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + ὄσσε, τώ «τα δυο μάτια» + επίθημα ίς, ίδος (πρβλ. ψηφίς). Ο τ. εμφανίζει τα χαρακτηριστικά στην αττ. ττ αντί τών σσ (πρβλ.… … Dictionary of Greek