-
1 ἀντι-παιᾱνίζω
ἀντι-παιᾱνίζω, ein Kriegsgeschrei dagegen erheben, Sp.
-
2 ἀντιπαιᾱνίζω
-
3 αντιπαιανίζωσιν
-
4 ἀντιπαιανίζωσιν
См. также в других словарях:
ἀντιπαιανίζωσιν — ἀντιπαιᾱνίζωσιν , ἀντί παιανίζω pres subj act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)