Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀντι-πέρᾱν

  • 1 ἀντι-πέρᾱν

    ἀντι-πέρᾱν, ion. ἀντιπέρην, p. ἀντιπέρα, jenseits, gegenüber, auf der entgegengesetzten Seite, ἡ ἀντιπέραν ἤπειρος Xen. Hell. 6, 2, 6; τινός, z. B. κατ' ἀντιπέραν τῆς χώρας Pol. 9, 41; Sp. auch τινί – Vgl. noch Mosch. 2, 9 Ἀσιάδ', ἀντιπέρην τε.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > ἀντι-πέρᾱν

  • 2 ἀντιπέρᾱν

    ἀντι-πέρᾱν, ἀντι-πέρᾱς, jenseits, gegenüber, auf der entgegengesetzten Seite

    Wörterbuch altgriechisch-deutsch > ἀντιπέρᾱν

  • 3 ἀντιπέρᾱς

    ἀντι-πέρᾱν, ἀντι-πέρᾱς, jenseits, gegenüber, auf der entgegengesetzten Seite

    Wörterbuch altgriechisch-deutsch > ἀντιπέρᾱς

  • 4 за

    πρόθεση με αιτ. ή οργανική.
    1. πέρα(ν), έξω•

    жить за городом ζω έξω από την πόλη•

    пределами πέραν των ορίων, έξω από τα όρια•

    выйти за дверь βγαίνω έξω από την πόρτα•

    уехать за границу φεύγω για το εξωτερικό•

    за морем, за морями πέραν των θαλασσών.

    2. πίσω, όπισθεν, κοντά•

    запереть дверь за собой κλείνω πίσω μου την πόρτα•

    идите за мною ελάτε κοντά μου (ακολουθείστε)•

    он уехал вскорь -ним αυτός έφυγε αμέσως κοντά από ‘κείνον•

    -садом πίσω από τον κήπο•

    заложить руки за спинку βάζω τα χέρια πίσω•

    гоняться за почестями επιδιώκω τιμές•

    он пишет мне письмо за писмом μου γράφει γράμματα το ένα κοντά τ’ άλλο•

    спрятаться за ширмы κρύβομαι πίσω από το παραβάνι•

    он оставил его далеко за собой τον άφησε μακριά πίσω του•

    у него ни собой ни за женой δεν έχει τίποτε ούτε αυτός ούτε η γυναίκα του.

    3. για, διά•

    он наказан за свою вину αυτός τιμωρήθηκε για το σφάλμα του•

    вступиться за кого παίρνω το μέρος κάποιου•

    просить за кого παρακαλώ για κάποιον•

    работать за двоих δουλεύω για δυό•

    за кого вы меня принимаете για ποιόν με περνάτε•

    ручаться за кого εγγυώμαι για κάποιον•

    я купил это за десять рублей το αγόρασα για δέκα ρούβλια•

    благодарить -... ευχαριστώ για...• все за одного, один за всех όλοι για τον ένα, ο ένας για όλους" за наличные деньги σε μετρητά (τοις μετρητοίς)•

    платье это прелестно за то же оно и дорого το φόρεμα αυτό είναι θαυμάσιο, γι’ αυτό είναι και ακριβό•

    выдаёт за достоверное το παρουσιάζουν για έγκυρο•

    я бранил его за леность τον μάλωνα για την τεμπελιά του•

    за раз, за один раз για μια φορά•

    я зайду за вами в два часа θα σας επισκεφτώ στίς δυο η ώρα•

    послать за лекарством στέλλω για φάρμακο•

    ходить за детьми πηγαίνω για τα παιδιά•

    он смотрит за моим домом αυτός επιβλέπει το σπίτι μου.

    || (σημαίνει σκοπό)•

    за великое дело για μεγάλο έργο•

    бороться за первенство αγωνίζομαι για το πρωτάθλημα.

    4. αντί, για•

    око за όκο οφθαλμόν αντί οφθαλμού•

    зуб за зуб οδόντα αντί οδόντος.

    5. υπέρ•

    говорить за и против μιλώ υπέρ και κατά• (στην ψηφοφορία)•

    кто за? ποιος είναι υπέρ;•

    стоять за правду υπερασπίζω την αλήθεια (το δίκαιο)•

    за кем ή за чем дело стило για ποιόν ή για ποιο πράγμα πρόκειται.

    6. (για χρόνο) κατά, την ώρα•

    это случилось за обедом αυτό συνέβηκε την ώρα του φαγητού.

    7. από•

    взять за руку πιάνω από το χέρι•

    повесить за ноги κρεμώ από τα πόδια•

    водить за нос σέρνω από τη μύτη•

    бросить за окно ρίχνω από το παραθύρι•

    схватить кого за ворот πιάνω κάποιον από το γιακά•

    приниматься за работу αρχίζω (πιάνω) τη δουλειά•

    заткнуть что за пояс κρεμώ κάτι από τη ζώνη.

    8. στον, στην, στο•

    сесть за стол, за обед, за ужин κάθομαι (παίρνω θέση) στο τραπέζι, στο γεύμα, στο δείπνο•

    сидеть за столом, за обедом, за ужином κάθομαι (παραβρίσκομαι) στο τραπέζι, στο γεύμα στο δείπνο•

    он дает за дочерью миллион драхм αυτός δίνει (προίκα) στη θυγατέρα του ένα εκατομύριο δραχμές•

    за ваше здоровье στην υγεία σας.

    9. (σημαίνει απόσταση)•

    за версту от сюда ένα βέρατιο από εδώ.

    10. προς•

    нога за ногу, шаг за шагом βήμα προς βήμα.

    11. με•

    она вышла за военного αυτή παντρεύτηκε, (με) στατιωτικό.

    12. λόγω, για λόγους, για, ένεκα, εξ αιτίας• σαν, ως•

    за неспособностью λόγω ανικανότητας•

    за старостью лет σαν παρήλικος•

    награждать за службу βραβεύω για υπηρεσία•

    за недостаток времени λόγω έλλειψης χρόνου.

    13. εν, κατά•

    за отсуствием εν απουσία, απόντος.

    14. (για εργασία, ασχολία)•

    взяться за работу πιάνω τη δουλειά•

    взяться за перо πιάνω την πένα, αρχίζω να γράφω.

    15. μέσα, εντός, στον, στην, στο•

    держать, спрятать камень за пазухом κρατώ, κρύβω πέτρα στον κόρφο (έχω ύπουλο σκοπό).

    16. αντί, για, στη θέση•

    расписаться за брата υπογράφω για τον αδερφό.

    17. (διάφορες επί μέρους σημασίες)•

    за вами остается еще два рубля μένετε ακόμα χρέος δυο ρούβλια•

    запишите это за мною γράψετε το στο λογαριασμό μου (θα σας το χρωστώ εγώ)•

    за мой счет με δικά μου έξοδα•

    всеми расходами осталось еще сто рублей αφαιρουμένων όλων των εξόδων, έμειναν ακόμα εκατό ρούβλια•

    ему за сорок лет αυτός είναι πάνω από σαράντα χρόνια, πέρασε τα σαράντα•

    что за шум? τι θόρυβος είν’ αυτός•

    ото было время... αυτό έγινε τον καιρό...

    || (με την ιδιότητα)•

    за подписью министра με την υπογραφή του υπουργού•

    за то (αντιδιαστολή) γι’ αυτό.

    || σαν, ως, για•

    признать- благо ευδοκώ, συγκατανεύω.

    || (αντικείμενο επιδίωξης) •

    охотиться за куропатками κυνηγώ πέρδικες.

    || (άλλες σημασίες)•

    взяться за оружием παίρνω τα όπλα (επαναστατώ)•

    за исключением εξαιρέσει, εκτός•

    он за все сердится όλα του φταίνε•

    заработок за год οι ετήσιες αποδοχές•

    за неделю, за месяц σε μια βδομάδα, σ’ ένα μήνα•

    ни за что με κανένα τρόπο.

    Большой русско-греческий словарь > за

  • 5 πέρᾱ

    πέρᾱ
    Grammatical information: adv., also as prep. w. gen.
    Meaning: `beyond, further, longer, more, past' (Att.).
    Compounds: comp. περαι-τέρω (Att.), - τερον with adj. - τερος (Pi.).
    Derivatives: Besides πέρᾱν, Ion. - ην adv., also prep. w. gen. `over, across, beyond, opposite to' (Il.). -- Adj. περαῖος `ulterior', esp. ἡ περαία ( χώρα, γῆ) `the country on the other side', also as PN (Hdt., A. R., Plb., Str.). From it 1. Περαΐτης m. `inhabitant of the Περαία' (J.; Redard 26 and 239 n. 24); 2. περαιόθεν `from the other side' (A. R., Arat.); 3. περαιόομαι, - όω, also w. δια- a.o., `to cross over, to bring over' (since ω 437), `to accomplish' (Gort.), `to end' (medic.) with περαίωσις f. `crossing' (Str., Plu.). -- Denominative verb περάω, aor. - ᾶσαι, Ion. - ῆσαι, also w. prefix, esp. δια- and ἐκ-, `to pass through, to go through, to travel through, to go beyond, to reach the end' (Il.) with ( δια-)πέρ-αμα n. `crossing' (Str.), ἐκπέρ-αμα n. `coming out of' (A.), πέρ-ασις f. `stepping through' (S.), - άσιμος `crossable, passable' (E., Str.); - ατός, Ion. - ητός `id.' (Pi., Hdt.); - ατής m. `ferryman' (Suid., Procl.); but in the sense of `stranger, emigrant' (LXX) prob. from πέρᾱ(ν); thus περᾱ-τικός `coming from a strange (ulterior) country, foreign' (Peripl. M. Rubr.), and - τός `id.' (pap. IIIa). -- Often w. strengthening ἀντι-: ἀντι-πέραια n. pl. `the stretches of coast on the opposite side' (Β 635), - αια f. sg. (A. R., Nonn.); ἀντι-πέρας `opposite to' (Th., X.; on the ending below), - πέραν, - ην (hell.), -πέρᾱ (Ev. Luc.) `id.'; - πέρηθε(ν) `from the opposite coast' (A. R., AP).
    Origin: IE [Indo-European] [811] * per `beyond, further'
    Etymology: Both πέρᾱ and πέρᾱν are frozen caseforms, the latter acc. of a noun *πέρᾱ f. (Schwyzer 621), the first polyinterpret. (instr. f. or nom. pl. n.?). To this were adapted, prob. as innovations, the gen. in ἀντι-πέρας and in ἐκ πέρας Ναυπακτίας (A. Supp. 262) as well as the nominal acc. in Χαλκίδος πέραν ἔχων (A.Ag. 190 [lyr.]) and in πέρανδε (Argos Va). -- With πέρᾱ may be equated formally Skt. párā and Av. para `off, away, on the side'; these belong to the adj. Skt. pára-, Av. OP. para- `farther, of the other side'. Uncertain is the comparison of πέρᾱν with Lat. per-peram `wrong, false', s. W.-Hofmann s. v. Cf. πέρι and πάρος w. further connections and lit.
    Page in Frisk: 2,510-511

    Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πέρᾱ

  • 6 πέλαγος

    πέλαγος, εος, τό (wahrscheinlich onomatop., platschen), das Meer, die See; πέλ. μέγα, Hom.; ἐν πελάγει μετὰ κύμασιν, Od. 3, 91. Merkwürdig ist Odyss. 5, 335 νῦν δ' ἁλὸς ἐν πελάγεσσι ϑεῶν ἐξέμμορε τιμῆς; vgl. dazu Iliad. 21, 59 οὐδέ μιν ἔσχεν πόντος ἁλὸς πολιῆς, ferner Odyss. 3, 152 ἐπὶ γὰρ Ζεὺς ἤρτυε πῆμα κακοῖο, Iliad. 13, 495 ὡς ἴδε λαῶν ἔϑνος ἐπισπόμενον ἑοῖ αὐτῷ, 20, 169 ἐν δέ τέ οἱ κραδίῃ στένει ἄλκιμον ἦτορ. Das Homerische ἁλὸς ἐν πελάγεσσι erscheint als Versende Hom. h. Apoll. 73; auch Hom. h. 33, 15, κύματα δ' ἐστόρεσαν λευκῆς ἁλὸς ἐν πελάγεσσιν; vor Augen hat es auch Eurip. Troad. 88 ταράξω πέλαγος Αἰγαίας ἁλός und Hecub. 938 ἅλιον ἐπὶ πέλαγος, auch Aeschyl. Pers. 427 πελαγίαν ἅλα, 467 πελαγίας ἁλός; auch Sophocl. Ant. 966 παρὰ δὲ Κυανέων πελαγέων διδύμας ἁλὸς ἀκταὶ Βοσπόριαι ἰδ' ὁ Θρῃκῶν ἄξενος Σαλμυδησσός, Schol. παρὰ δὲ Κυανέων πελαγέων: ἀντὶ τοῠ παρὰ δὲ τοῖς Κυανέοις πελάγεσι τῆς διδύμης ϑαλάττης und Κυανέοις δὲ πελάγεσιν εἶπεν τοῖς ὑπὸ τῶν Κυανέων πετρῶν περιεχομένοις; auch Apoll. Rh. 3, 349 πελάγη στυγερῆς ἁλός; vgl. Pind. bei Plut. Symp. quaest. 7, 5, 2 und Sollert. anim. 36 (Bergk Poet. Lyr. Gr. ed. 2 frgmt. 220) ἀκύμονος ἐν πόντου πελάγει; Ol. 7, 56 ἐν πελάγει ποντίῳ; Pyth. 4, 251 ἔν τ' Ὠκεανοῦ πελάγεσσι πόντῳ τ' ἐρυϑρῷ; Apoll. Rh. 2, 608 πέλαγος ϑαλάσσης; Thucyd. 4, 24 διὰ στενότητα δὲ καὶ ἐκ μεγάλων πελαγῶν, τοῦ τε Τυρσηνικοῦ καὶ τοῦ Σικελικοῦ, ἐςπίπτουσα ἡ ϑάλασσα ἐς αὐτὸ καὶ ῥοώδης οὖσα εἰκότως χαλεπὴ ἐνομίσϑη; Malal. p. 485, 21 ἐν τῷ καιρῷ τοῠ σεισμοῦ ἔφυγε ϑάλασσα εἰς τὸ πέλαγος ἐπὶ μίλιον ἕν; endlich Evang. Matth. 18, 6 καταποντισϑῇ ἐν τῷ πελάγει τῆς ϑαλάσσης. – Πέλαγος personificirt und identisch mit πόντος bei Hesiod. Theog. 131, wo es von der Γαῖα heißt ἡ δὲ καὶ ἀτρύγετον Πέλαγος τέκεν, οἴδματι ϑῦον, Πόντον, ἄτερ φιλότητος ἐφιμέρου; vgl. 190 μήδεα δ' ὡς τὸ πρῶτον ἀποτμήξας ἀδάμαντι κάββαλ' ἀπ' ἠπείροιο πολυκλύστῳ ἐνὶ πόντῳ, ἃς φέρετ' ἂμ πέλαγος πουλὺν χρόνον. – Aeschyl. Ag. 659 πέλαγος Αἰγαῖον, und ähnl. oft; plur. statt des sing. Soph. Aj. 702 Ἰκαρίων πελαγέων. – Uebertr., Aeschyl. Suppl. 470 ἄτης ἄβυσσον πέλαγος, Prom. 746 πέλαγος ἀτηρᾶς δύης, Pers. 433 κακῶν πέλαγος, ein Meer von Unglück; vgl. Soph. O. C. 1746 Eurip. Suppl. 824 Hippol. 822; eine andere Uebertragung Soph. O. C. 663 κείνοις φανήσεται μακρὸν τὸ δεῦρο πέλαγος οὐδὲ πλώσιμον, von einem schwierigen Unternehmen; ferner Menand. bei Athen. XIII, 559 e πέλαγος πραγμάτων; Plat. Protag. 338 a τὸ πέλαγος τῶν λόγων; Conv. 210 d τὸ πολὺ πέλαγος τοῦ καλοῦ; Themist. 13, 177 c πέλαγος τοῦ κάλλους. – In eigentlicher Bedeutung bei Prosaikern nicht sehr selten: Herodot. 3, 41 und 8, 60, 1 im sing., im plur. 4, 85 ἐϑηεῖτο τὸν Πόντον ἐόντα ἀξιοϑέητον· πελαγέων γὰρ ἁπάντων πέφυκε ϑωυμασιώτατος, vgl. Pind. N. 4, 49 ἐν δ' Εὐξείνῳ πελάγει φαεννὰν Ἀχιλεὺς νᾶσον (ἔχει); Thucyd. 6, 13 τῷ τε 'Ιονίῳ κόλπῳ παρὰ γῆν ἤν τις πλέῃ, καὶ τῷ Σικελικῷ διὰ πελάγους, 8, 80 νῆες ἀπάρασαι ἐς τὸ πέλαγος, im plur. 4, 24, s. oben; Xenoph. Mem. 4, 3, 8 πελάγη περᾷν; Isocrat. Demon. 19 τοὺς ἐμπόρους τηλικαῦτα πελάγη διαπερᾷν; Plat. Axioch. 370 b διαπεραιώσασϑαι πελάγη.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > πέλαγος

  • 7 Νεῖλος

    Νεῑλος the river, furthest point of sailing to the south. ἀλλ' ἐπέρα ποτὶ μὲν Φᾶσιν θερείαις, ἐν δὲ χειμῶνι πλέων Νείλου πρὸς ἀκτάν (sc. λτ;γτ;ενοκράτης: his hospitality knows no bounds or seasons) I. 2.42 μυρίαι δ' ἔργων καλῶν τέτμανθ κέλευθοι καὶ πέραν Νείλοιο παγᾶν καὶ δἰ Ὑπερβορέους (τὰ δὲ ἑκατέρωθεν παρείληφε πέρατα, τὴν σύμπασαν οἰκουμένην θέλων εἰπεῖν Σ.) I. 6.23 Αἰγυπτίαν Μένδητα, πὰρ κρημνὸν θαλάσσας ἔσχατον Νείλου κέρας fr. 201. 2. as god, Νείλοιο πρὸς πῖον τέμενος Κρονίδα (τὴν Λιβύην φησίν. τὸν Νεῖλον ἀντὶ τοῦ Διός φησιν, ἐπειδὴ παρὰ τοῖς Αἰγυπτίοις τιμᾶται ὡς θεός. Σ: a ref. to Ζεὺς Ἄμμων?) P. 4.56 test., Philostratus Maior, imag. I. 5.2, ad quoddam carmen Pindari, ut vid., spectans, ἐν Αἰθιοπίᾳ δὲ, ὅθεν ἄρχεται (sc. ὁ Νεῖλος), ταμίας αὐτῷ δαίμων ἐφέστηκεν, ὑφ' οὗ πέμπεται ταῖς ὥραις σύμμετρος. v. ad fr. 282, = Σ, Arat. 283, τὸν παρὰ τῷ Πινδάρῳ ἑκατοντορόγυιον ἀνδριάντα ( δαίμονα coni. Wil.), ἀφ' οὗ τῆς κινησέως τῶν ποδῶν τὸν Νεῖλον πλημμυρεῖν.

    Lexicon to Pindar > Νεῖλος

  • 8 τις

    τῐς (τις, τινός, τινί, τινα), τινές; τι, τινί, τι.) A subs.
    1 anyone, anything
    a εἰ δὲ θεὸν ἀνήρ τις ἔλπεταί τι λαθέμεν (τι supp. byz., om. codd.: κε Turyn.: λελαθέμεν Mommsen) O. 1.64 τά κέ τις ἀνώνυμον γῆρας ἕψοι; O. 1.82 τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; P. 8.95

    συγγενεῖ δέ τις εὐδοξίᾳ μέγα βρίθει N. 3.40

    ἐν δὲ πείρᾳ τέλος διαφαίνεται ὧν τις ἐξοχώτερος γένηται N. 3.71

    ἐπεὶ ῥέζοντά τι καὶ παθεῖν ἔοικεν N. 4.32

    μαθὼν δέ τις ἀνερεῖ N. 7.68

    ἵσταμαι δὴ ποσσὶ κούφοις, ἀμπνέων τε πρίν τι φάμεν N. 8.19

    ἐμπείρων δέ τις ταρβεῖ fr. 110.
    b c. neg.

    σύμβολον δ' οὔ πώ τις ἐπιχθονίων πιστὸν εὗρεν O. 12.7

    πόθον ἔνδαιεν Ἥρα ναὸς Ἀργοῦς μή τινα λειπόμενον μένειν P. 4.185

    μήτ' ὦν τινι πῆμα πορών P. 4.297

    πόνων δ' οὔ τις ἀπόκλαρός ἐστιν P. 5.54

    οὔτε τι μεμπτὸν οὔτ' ὦν μεταλλακτόν (sc. τῶν ἐπὶ ταῖς τραπέζαις) fr. 220. 1.
    c c. gen.

    ἐμοὶ δ' ἄπορα γαστρίμαργον μακάρων τιν εἰπεῖν O. 1.52

    add. neg., O. 12.7, P. 1.49, P. 3.103, fr. 109.
    2 someone, something
    a

    τὰ δ' ἀλιτρὰ κατὰ γᾶς δικάζει τις O. 2.59

    ἄπονον δ' ἔλαβον χάρμα παῦροί τινες O. 10.22

    ἔπορε μόχθῳ βραχύ τι τερπνόν O. 10.93

    σὺν δ' ἀνάγκᾳ μιν φίλον καί τις ἐὼν μεγαλάνωρ ἔσανεν P. 1.52

    ἄγει δὲ χάρις φίλων ποί τινος ἀντὶ ἔργων ὀπιζομένα (codd.: ποίνιμος coni. Spiegel) P. 2.17 [ τινες ἑλκόμενοι (coni. Sheppard: τινος codd.) P. 2.90]

    ἤ τινα Λατοίδα κεκλημένον ἢ πατέρος P. 3.67

    ὁ δὲ καλόν τι νέον λαχὼν P. 8.88

    τοῖσι τέλειον ἐπ' εὐχᾷ κωμάσομαί τι παθὼν ἐσλόν P. 9.89

    ἐμὲ δ' οὖν τις ἀοιδᾶν δίψαν ἀκειόμενον πράσσει χρέος P. 9.103

    ἀλλ' ἔσται χρόνος οὗτος, ὃ καί τιν ἀελπτίᾳ βαλὼν ἔμπαλιν γνώμας τὸ μὲν δώσει τὸ δ οὔπω P. 12.31

    ποτίφορον δὲ κόσμον ἔλαχες γλυκύ τι γαρυέμεν N. 3.32

    ἐπεὶ ψεύδεσί οἱ ποτανᾷ τε μαχανᾷ σεμνὸν ἔπεστί τι N. 7.23

    τοῦτο γὰρ ἀθάνατον φωνᾶεν ἕρπει, εἴ τις εὖ εἴπῃ τι I. 4.41

    γλυκύ τι δαμωσόμεθα καὶ μετὰ πόνον I. 8.8

    ὁ δὲ καλόν τι πονήσαις Pae. 2.66

    ἐλαύνεις τι νεώτερον ἢ πάρος; Pae. 9.6

    μνάσει δὲ καί τινα ναίο[ν]θ' ἑκὰς ἡρωίδος θεαρίας (may refer to a particular person or generally to absentees, Lobel) Πα. 1. 3. γλυκύ τι κλεπτόμενον μέλημα Κύπριδος fr. 217. c. impv.,

    μακρά μοι αὐτόθεν ἅλμαθ' ὑποσκάπτοι τις N. 5.20

    ἐγκιρνάτω τίς μιν N. 9.50

    μαρνάσθω τις I. 5.54

    Κλεάνδρῳ τις ἁλικίᾳ τε λύτρον εὔδοξον, ὦ νέοι, καμάτων ἀνεγειρέτω κῶμον I. 8.1

    cf. fr. 109, I. 8.66, Pae. 1.2
    b c. gen.

    ἔννεπε κρυφᾷ τις αὐτίκα φθονερῶν γειτόνων O. 1.47

    εἰ δέ τις ἤδη λέγει ἕτερόν τιν' ἀν Ἑλλάδα τῶν πάροιθε γενέσθαι ὑπέρτερον P. 2.60

    ὀπιζομένων δ' ἔμπας τις εἶπεν καὶ τόδε P. 4.86

    καί τινα σὺν πλαγίῳ ἀνδρῳν κόρῳ στείχοντα τὸν ἐχθρότατον φᾶσέ νιν δώσειν μόρῳ (v. Radt, Mnem., 1966, 169) N. 1.64

    ποντίαν χρυσαλακάτων τινὰ Νηρείδων πράξειν ἄκοιτιν N. 5.36

    ἐχρῆν δέ τιν' ἔνδον ἄλσει παλαιτάτῳ Αἰακιδᾶν κρεόντων τὸ λοιπὸν ἔμμεναι N. 7.44

    ἁλίκων τῶ τις ἁβρὸν ἀμφὶ παγκρατίου Κλεάνδρῳ πλεκέτω μυρσίνας στέφανον I. 8.66

    πλέον τι λαχών (sc. Ζεύς) fr. 35a. τῶ[ν.. Λο]κρῶν τις fr. 140b. 4.
    3
    a εἴ τις, cf. B. c, C. a.

    εἰ δέ μιν ἔχων τις οἶδεν τὸ μέλλον O. 2.56

    ὑγίεντα δ' εἴ τις ὄλβον ἄρδει O. 5.23

    πολλοὶ δὲ μέμνανται, καλὸν εἴ τι ποναθῇ O. 6.11

    φιάλαν ὡς εἴ τις δωρήσεται O. 7.1

    παραπειρῶνται Διὸς ἀργικεραύνου, εἴ τιν' ἔχει λόγον ἀνθρώπων πέρι O. 8.4

    εἰ δὲ σὺν πόνῳ τις εὖ πράσσοι O. 11.4

    ἄνεται πάντα βροτοῖς, εἰ σοφός, εἰ καλός, εἴ τις ἀγλαὸς ἀνήρ O. 14.7

    εἴ τι καὶ φλαῦρον παραιθύσσει, μέγα τοι φέρεται πὰρ σέθεν P. 1.87

    εἰ δέ τις ἤδη λέγει P. 2.58

    μεμάντευμαι δ' ἐπὶ Κασταλίᾳ, εἰ μετάλλατόν τιP. 4.164

    εἰ γάρ τις ὄζους ἐξερείψειεν P. 4.263

    κέρδος δὲ φίλτατον, ἑκόντος εἴ τις ἐκ δόμων φέροι P. 8.14

    εἰ γάρ τις ἐσλὰ πέπαται P. 8.73

    εἰ φίλος ἀστῶν, εἴ τις ἀντάεις P. 9.93

    εἴ τις ἄκρον ἑλὼν ὕβριν ἀπέφυγεν ( εἴ τις codd.: τίς Homan) P. 11.55

    εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων N. 7.11

    εἰ δέ τις ὄλβον ἔχων μορφᾷ παραμεύσεται ἄλλους N. 11.13

    εἰ δέ τις ἔνδον νέμει πλοῦτον κρυφαῖον I. 1.67

    εἴ τις ἄγοι τιμὰς Ἑλικωνιάδων I. 2.34

    τοῦτο γὰρ ἀθάνατον φωνᾶεν ἕρπει, εἴ τις εὖ εἴπῃ τι I. 4.41

    τὰ μακρὰ δ' εἴ τις παπταίνει I. 7.43

    εἰ δέ τις ἀρκέων φίλοις, ἐχθροῖσι τραχὺς ὑπαντιάζει Pae. 2.31

    c. gen.,

    λαγέταν γάρ τοι τύραννον δέρκεται, εἴ τιν' ἀνθρώπων, ὁ μέγας πότμος P. 3.86

    εἰ δὲ νόῳ τις ἔχει θνατῳν ἀλαθείας ὁδόν P. 3.103

    εἴ τις ἀνδρῶν κατέχει φρασὶν αἰανῆ κόρον I. 3.1

    εἰ γάρ τις ἀνθρώπων πράσσει θεοδμάτους ἀρετὰς I. 6.10

    b

    ὁπόταν τις τὺ δ' ὁπόταν τις ἀμείλιχον καρδίᾳ κότον ἐνελάσῃ P. 8.8

    4
    a

    πᾶς τις γαστρὶ δὲ πᾶς τις ἀμύνων λιμὸν αἰανῆ τέταται I. 1.49

    b τις, many a one

    ἦ τιν' ἄγλωσσον μέν, ἦτορ δ ἄλκιμον, λάθα κατέχει ἐν λυγρῷ νείκει N. 8.24

    c. gen.,

    καὶ ὑψιφρόνων τιν' ἔκαμψε βροτῶν P. 2.51

    [cf. N. 1.64] ἀελλοπόδων μέν τιν' εὐφραίνοισιν ἵππων τιμαὶ καὶ στέφανοι, τοὺς δὲ πολυχρύσοις θαλάμοις βιοτά, τέρπεται δὲ καί τις ἐπ οἶδμ ἅλιον ναὶ θοᾷ διαστείβων (bis) fr. 221.
    d each

    σὺν δ' ἀέθλοις ἐκέλευσεν διακρῖναι ποδῶν ἅντινα σχήσοι τις ἡρώων, ὅσοι γαμβροί σφιν ἦλθον P. 9.116

    τὸ κοινόν τις ἀστῶν ἐν εὐδίᾳ τιθεὶς ἐρευνασάτω φάος fr. 109. 1. τὰ δ' αὐτὸς ἀντιτύχῃ, ἔλπεταί τις ἕκαστος ἐξοχώτατα φάσθαι (Mingarelli: ἄν τις τύχῃ codd.) N. 4.91—2. B adj.,
    a a, any

    ὅταν τις βροτήσιος ἀνὴρ αὐτὸν ἀνάγῃ P. 5.2

    ὦναξ, ἑκόντι δ' εὔχομαι νόῳ κατά τιν ἁρμονίαν βλέπειν ἀμφ ἕκαστον ὅσα νέομαι P. 8.68

    κωφὸς ἀνήρ τις, ὃς Ἡρακλεῖ στόμα μὴ περιβάλλει P. 9.87

    ἐπαοιδαῖς δ' ἀνὴρ νώδυνον καί τις κάματον θῆκεν N. 8.50

    add. neg.,

    πέποιθα δὲ ξένον μή τιν' δαιδαλωσέμεν O. 1.104

    πεῖρας οὔ τι θανάτου O. 2.31

    τεκεῖν μή τιν' πόλιν ἄνδρα μᾶλλον εὐεργέταν O. 2.93

    ἀντεβόλησεν τῶν ἀνὴρ θνατὸς οὔπω τις πρότερον O. 13.31

    ἕτερον οὔ τινα οἶκον ἀπεφάνατο πυγμαχία λτ;πλεόνωνγτ; ταμίαν N. 6.25

    ἀσκὸς δ' οὔτε τις ἀμφορεὺς ἐλίνυεν δόμοις *fr. 104b. 4.*
    b some, some sort of

    Μοῖρ' ἐπί τι καὶ πῆμ ἄγει O. 2.37

    αἰτέων λαοτρόφον τιμάν τιν' ἑᾷ κεφαλᾷ O. 6.60

    δόξαν ἔχω τιν' ἐπὶ γλώσσᾳ λιγυρᾶς ἀκόνας O. 6.82

    ἐπὶ μὰν βαίνει τι καὶ λάθας ἀτέκμαρτα νέφος O. 7.45

    εἶπέ τιν' αὐτὸς ὁρᾶν γαῖαν O. 7.62

    τεθμὸς δέ τις ἀθανάτων O. 8.25

    ἔστιν δὲ καί τι θανόντεσσιν μέρος O. 8.77

    σύν τινι μοιριδίῳ παλάμᾳ O. 9.25

    στάθμας δέ τινος ἑλκόμενοι περισσᾶς ( τινες coni. Sheppard) P. 2.90 μή τι νεώτερον ἐξ αὐτῶν ἀναστάῃ κακόνP. 4.155

    καί τινα οἶμον ἴσαμι βραχύν P. 4.247

    οὐ θεῶν ἄτερ ἀλλὰ Μοῖρά τις ἄγεν P. 5.76

    ἤ μέ τις ἄνεμος ἔξω πλόου ἔβαλεν P. 11.39

    σπεῖρέ νυν ἀγλαίαν τινὰ νάσῳ (= ἀγλαίας τι, Radt) N. 1.13

    ἔστι δέ τις λόγος ἀνθρώπων, τετελεσμένον ἐσλὸν μὴ χαμαὶ σιγᾷ καλύψαι N. 9.6

    παθόντες πού τι φιλόξενον ἔργον (cf. C. b.) I. 2.24

    ἐπειδὴ τὸν ὑπὲρ κεφαλᾶς γε Ταντάλου λίθον παρά τις ἔτρεψεν ἄμμι θεός I. 8.10

    ἀπήμονα εἰς ὄλβον τινὰ τράποιο Θήβαις, ὦ πότνια, πάγκοινον τέρας Pae. 9.9

    πολέμοιο δὲ σᾶμα φέρεις τινός; Pae. 9.13

    ἐκράνθην ὑπὸ δαιμονίῳ τινὶ ( δείματι e. g. supp. Wil.) Πα.. 3. ἄνδρες θήν τινες ἀκκιζόμενοι νεκρὸν ἵππον στυγέοισι fr. 203. 1.

    εἶπεν ἐν Θήβαισι τοιοῦτόν τι ἔπος O. 6.16

    ἄλλοις δέ τις ἐτέλεσσεν ἄλλος ἀνὴρ εὐαχέα βασιλεῦσιν ὕμνον P. 2.13

    [ τις = quidam, cannot be shown to be a valid meaning in Pindar: it is a possibility in the following places, O. 6.82, O. 7.45, O. 9.25, P. 2.90, P. 4.247, N. 9.6, fr. 203. 1, v. supra.]
    c

    εἴ τις εἰ δὲ δή τιν' ἄνδρα ἐτίμασαν O. 1.54

    εἰ δὲ θεὸν ἀνήρ τις ἔλπεται λαθέμεν O. 1.64

    Μοῖραι δ' ἀφίσταντ, εἴ τις ἔχθρα πέλειP. 4.145

    εἰ δὲ τί οἱ φίλτρον ἐν θυμῷ μελιγάρυες ὕμνοι ἁμέτεροι τίθεν P. 3.63

    εἰ δέ τις ὄλβος ἐν ἀνθρώποισιν, ἄνευ καμάτου οὐ φαίνεται P. 12.28

    εἰ δέ τις ἀνθρώποισι θεόσδοτος ατληκηκοτας προστύχῃ fr. 42. 5.

    εἰ καί τι Διωνύσου ἄρουρα φέρει βιόδωρον ἀμαχανίας ἄκος Pae. 4.25

    c. gen., κεἴ μοί τιν' ἄνδρα τῶν θανόντων fr. 4, cf. C. a. C adv., τι
    a c. εἰ, εἴπερ, in any way

    εἴ τί τοι Πίσας τε καὶ Φερενίκου χάρις νόον ὑπὸ γλυκυτάταις ἔθηκε φροντίσιν O. 1.18

    φίλια δῶρα Κυπρίας ἄγ' εἴ τι, Ποσείδαον, ἐς χάριν τέλλεταιO. 1.75

    εἴπερ τι φιλεῖς ἀκοὰν ἁδεῖαν αἰεὶ κλύειν P. 1.90

    εἴ τι πέραν ἀερθεὶς ἀνέκραγον N. 7.75

    εἰ δὲ γεύεται ἀνδρὸς ἀνήρ τι N. 7.87

    b c. που, somehow or other

    καί πού τι καὶ βροτῶν φάτις O. 1.28

    οὔ τί που οὗτος ἈπόλλωνP. 4.87, cf. I. 2.24
    c qualifying vb., somehow

    ἀλλά τι προσφέρομεν ἔμπαν ἢ μέγαν νόον ἤτοι φύσιν ἀθανάτοις N. 6.4

    νέᾳ δ' εὐπραγίᾳ χαίρω τι· τὸ δ ἄχνυμαι to some degree P. 7.18 [ τί οἱ (codd. contra metr.: τῷ Mingarelli.) N. 10.15] D fragg. ]ει τις ἄτερθεν[ Πα. 13. b. 13. ]ιν τοία τις εμ[ Πα. 13. c. 1. τί κέ τις εσχ[ Δ. 4. b. 11. ]και τι πατ[ Θρ. 5. b. 5. ἦν γὰρ τι παλαίφατον[ fr. 140a. 69 (43).

    Lexicon to Pindar > τις

  • 9 χάρις

    χᾰρῐς (-ις, -ιν; -ιτες, -ίτων, -ίτεσσιν), - ιςςιν), -ιτας, -ιτες.)
    1
    a splendour, honour, glory of the lustre given by achievement, esp. in games.

    Πίσας τε καὶ Φερενίκου χάρις O. 1.18

    αἰὼν δ' ἔφεπε μόρσιμος πλοῦτον τε καὶ χάριν ἄγων γνησίαις ἐπ ἀρεταῖς O. 2.10

    ὦ Ζεῦ, δίδοι τέ οἱ αἰδοίαν χάριν καὶ ποτ' ἀστῶν καὶ ποτὶ ξείνων O. 7.89

    Ἐρατιδᾶν τοι σὺν χαρίτεσσιν ἔχει θαλίας καὶ πόλις O. 7.93

    καὶ Νεμέᾳ γὰρ ὁμῶς ἐρέω ταύταν χάριν O. 8.57

    κατακρύπτει δ' οὐ κόνις συγγόνων κεδνὰν χάριν O. 8.80

    καί νυν ἐπωνυμίαν χάριν νίκας ἀγερώχου κελαδησόμεθα (v. ἐπωνύμιος) O. 10.78

    σφὸν ὄλβον υἱῷ τε κοινὰν χάριν ἔνδικόν τ' Ἀρκεσίλᾳ P. 5.102

    νικῶντί γε χάριν, εἴ τι πέραν ἀερθεὶς ἀνέκραγον, οὐ τραχύς εἰμι καταθέμεν N. 7.75

    κλειναῖς λτ;τγτ; Ἐρεχθειδᾶν χαρίτεσσιν ἀραρὼς ταῖς

    λιπαραῖς ἐν Ἀθάναις I. 2.19

    ἀλλὰ παλαιὰ γὰρ εὕδει χάρις (i. e. ἔργων παλαιῶν) I. 7.17 acc. s. pro prep., for the glory of, for the sake of c. dat., gen.,

    συμποσίου τε χάριν κᾶδός τε τιμάσαις ἑόν O. 7.5

    ὄφρα Θέμιν ἱερὰν Πυθῶνά τε καὶ ὀρθοδίκαν γᾶς ὀμφαλὸν κελαδήσετ' ἄκρᾳ σὺν ἑσπέρᾳ ἑπταπύλοισι Θήβαις χάριν P. 11.12

    b
    I lustre, glory given by poetry

    τὶν δ' ἁδυεπής τε λύρα γλυκύς τ αὐλὸς ἀναπάσσει χάριν O. 10.94

    σὺν Ὀρσέᾳ δέ νιν κωμάξομαι τερπνὰν ἐπιστάζων χάριν I. 4.72

    θεὸς ὁ πάντα τεύχων βροτοῖς καὶ χάριν ἀοιδᾷ φυτεύει fr. 141. acc. s. pro prep., c. gen.,

    τὸ Καστόρειον δ' ἐν Αἰολίδεσσι χορδαῖς θέλων ἄθρησον χάριν ἑπτακτύπου φόρμιγγος ἀντόμενος P. 2.70

    σέθεν ἁδυεπὴς ὕμνος ὁρμᾶται θέμεν αἶνον ἀελλοπόδων μέγαν ἵππων, Ζηνὸς Αἰτναίου χάριν N. 1.6

    and so, ἀγαυὸν καλάμῳ συνάγεν θρόον μήδεσί τε φρενὸς ὑμετέραν χάριν as a glory for you Pae. 9.37
    II pl., poems, songs ταὶ Διωνύσου πόθεν ἐξέφανεν σὺν βοηλάτᾳ χάριτες διθυράμβῳ; O. 13.19 ἀμφοτερᾶν τοι χαρίτων σὺν θεοῖς ζεύξω τέλος, καὶ τὸν ἀκερσεκόμαν Φοῖβον χορεύων καὶ τὰν ἁλιερκέα Ἰσθμοῦ δειράδ (i. e. songs for both Thebes and Delos) I. 1.6

    χρὴ δὲ κωμάζοντ' ἀγαναῖς χαρίτεσσιν βαστάσαι I. 3.8

    c
    I favour, blessing

    ναυσιφορήτοις δ' ἀνδράσι πρώτα χάρις πομπαῖον ἐλθεῖν οὖρον P. 1.33

    τῷ μὲν διδύμας χάριτας εἰ κατέβαν ὑγίειαν ἄγων χρυσέαν κῶμόν τ P. 3.72

    τὶν δὲ τούτων ἐξυφαίνονται χάριτες P. 4.275

    γλυκυτάτᾳ γενεᾷ εὐώνυμον κτεάνων κρατίσταν χάριν πορών P. 11.58

    οὐδ' ἀμόχθῳ καρδίᾳ παραιτεῖται χάριν (i. e. τὰ Ὀλύμπια νικῆσαι Σ.) N. 10.30 ἐπί τε κλυτὰν πέμπετε χάριν, θεοί benison fr. 75. 2. ὁ [Λοξ]ίας [πρό]φρων ἀθανάταν χάριν Θήβαις ἐπιμείξων Παρθ. 2.. χάριτάς τ' Ἀφροδισίων ἐρώτων fr. 128. 1.
    II goodwill, goodfeeling: gratitude, thanksφίλια δῶρα Κυπρίας ἄγ' εἴ τι, Ποσείδαον, ἐς χάριν τέλλεταιO. 1.75 ἄνεται δὲ πρὸς χάριν εὐσεβίας ἀνδρῶν λιταῖς in gratitude for their piety O. 8.8

    ὁπᾷ τε κοινὸν λόγον φίλαν τείσομεν ἐς χάριν O. 10.12

    νικῶν Ἴλᾳ φερέτω χάριν Ἁγησίδαμος O. 10.17

    ἀρέομαι πὰρ μὲν Σαλαμῖνος Ἀθαναίων χάριν μισθόν P. 1.76

    ἄγει δὲ χάρις φίλων ποί τινος ἀντὶ ἔργων ὀπιζομένα P. 2.17

    οὐδὲ μολόντων πὰρ ματέρ' ἀμφὶ γέλως γλυκὺς ὦρσεν χάριν P. 8.86

    Θώρακος, ὅσπερ ἐμὰν ποιπνύων χάριν τόδ' ἔζευξεν ἅρμα Πιερίδων (“dans son zèle pour ma cause,” Puech: cf. Πα. 9. 37) P. 10.64 ἁδεῖα δ' ἔνδον μιν ἔκνιξεν χάρις (ἡδονή Σ.) I. 6.50 acc. s. pro prep., Διὸς δὲ χάριν ἐκ προτέρων μεταμειψάμενοι καμάτων by the grace of Zeus P. 3.95
    d χάριν prep., v. l. a. fin., 1. b. α. fin., 1. c. β. fin.
    e fragg.

    ε]ὐκλέα χάριν Pae. 2.103

    χάριν Πα. 12. a. 11. χ]άριν [ἀμ]φέπων (vix κίθαριν, Snell) fr. 215b. 7. Ποσειδᾶνος χά[ρι]ν ?fr. 345a. 9.
    2 pro pers.,
    a s., Charm, Grace

    Χάρις δ, ἅπερ ἅπαντα τεύχει τὰ μείλιχα θνατοῖς O. 1.30

    οἷς αἰδοία ποτιστάξῃ Χάρις εὐκλέα μορφάν O. 6.76

    ἄλλοτε δ' ἄλλον ἐποπτεύει Χάρις ζωθάλμιος O. 7.11

    ἐν δ' ἄρα καὶ Τενέδῳ Πειθώ τ ἔναιεν καὶ Χάρις υἱὸν Ἁγησίλα ( χάρισ coni. van Groningen; varie tentabant locum docti, e. g. lacunam post υἱὸν ponentes) fr. 123. 14
    b pl., the Graces, Aglaia, Euphrosyne, Thalia, daughters of Zeus and ?Eurynome, worshipped chiefly at Orchomenos.

    κοιναὶ Χάριτες ἄνθεα τεθρίππων δυωδεκαδρόμων ἄγαγον O. 2.50

    Οὐλυμπιονίκαν δέξαι Χαρίτων θ' ἕκατι τόνδε κῶμον O. 4.9

    ἐξαίρετον Χαρίτων νέμομαι κᾶπον O. 9.27

    ὦ λιπαρᾶς ἀοίδιμοι βασίλειαι Χάριτες Ἐρχομενοῦ O. 14.4

    οὐδὲ γὰρ θεοὶ σεμνᾶν Χαρίτων ἄτερ κοιρανέοντι χοροὺς οὔτε δαῖτας O. 14.8

    ἄνευ οἱ Χαρίτων τέκεν γόνον (i. e. ἄχαριν, graceless) P. 2.42

    σὲ δ' ἠύκομοι φλέγοντι Χάριτες P. 5.45

    ἦ γὰρ ἑλικώπιδος Ἀφροδίτας ἄρουραν ἢ Χαρίτων ἀναπολίζομεν P. 6.2

    ἔπεσε δ' οὐ Χαρίτων ἑκὰς ἁ δικαιόπολις νᾶσος P. 8.21

    σὺν βαθυζώνοισιν ἀγγέλλων Τελεσικράτη Χαρίτεσσι γεγωνεῖν P. 9.3

    Χαρίτων κελαδεννᾶν μή με λίποι καθαρὸν φέγγος P. 9.89

    παρὰ καλλιχόρῳ πόλι Χαρίτων Καφισίδος ἐν τεμένει (at Orchomenos) P. 12.26

    ὅ τι κε σὺν Χαρίτων τύχᾳ γλῶσσα φρενὸς ἐξέλοι βαθείας N. 4.7

    φέρε στεφανώματα σὺν ξανθαῖς Χάρισσιν N. 5.54

    παρὰ Κασταλίαν τε Χαρίτων ἑσπέριος ὁμάδῳ φλέγεν N. 6.37

    εὔχομαι ταύταν ἀρετὰν κελαδῆσαι σὺν Χαρίτεσσιν N. 9.54

    Χάριτες, Ἄργος Ἥρας δῶμα θεοπρεπὲς ὑμνεῖτε N. 10.1

    Χαρίτεσσί τε καὶ σὺν Τυνδαρίδαις θαμάκις N. 10.38

    σὺν Χάρισιν δ' ἔμολον Λάμπωνος υἱοῖς I. 5.21

    τὰν Ψαλυχιαδᾶν δὲ πάτραν Χαρίτων ἄρδοντι καλλίστᾳ δρόσῳ I. 6.63

    χρὴ δ' ἐν ἑπταπύλοισι Θήβαις τραφέντα Αἰγίνᾳ Χαρίτων ἄωτον προνέμειν I. 8.16

    Χάρισι πάσαι[ς fr. 6. e.

    χάριτε[ς Pae. 3.2

    ]Χάρισι Pae. 4.13

    σε, χρυσέα κλυτόμαντι Πυθοῖ, λίσσομαι Χαρίτεσσίν τε καὶ σὺν Ἀφροδίτᾳ με δέξαι Pae. 6.3

    Χαρίτεσσί μοι ἀγχιθ[ Pae. 7.10

    μήλ]ων Χαρίτεσσι μίγδαν [Κύ]νθιον παρὰ κρημνόν Pae. 12.7

    σεμνᾶν Χαρίτων μέλημα τερπνόν (sc. ὦ Πάν: on account of his skill in dancing and piping) fr. 95. 3. Εὐρυνόμα Χάριτ[ας] π[ ]ασσιας ἔτικτεν ( Εὐρυνόμα Blass: ευρυχμα Π: π[αραθαλ]ασσίας coni. Snell) ?fr. 333a. 10. σὺν Χαρίτ[εσσι P. Oxy. 841, fr. 112.

    Lexicon to Pindar > χάρις

  • 10

    ὁ, ἡ, τό pl. οἱ, αἱ, τά article, derived fr. a demonstrative pronoun, ‘the’. Since the treatment of the inclusion and omission of the art. belongs to the field of grammar, the lexicon can limit itself to exhibiting the main features of its usage. It is difficult to set hard and fast rules for the employment of the art., since the writer’s style had special freedom of play here—Kühner-G. I p. 589ff; B-D-F §249–76; Mlt. 80–84; Rob. 754–96; W-S. §17ff; Rdm.2 112–18; Abel §28–32; HKallenberg, RhM 69, 1914, 642ff; FVölker, Syntax d. griech. Papyri I, Der Artikel, Progr. d. Realgymn. Münster 1903; FEakin, AJP 37, 1916, 333ff; CMiller, ibid. 341ff; EColwell, JBL 52, ’33, 12–21 (for a critique s. Mlt-H.-Turner III 183f); ASvensson, D. Gebr. des bestimmten Art. in d. nachklass. Epik ’37; RFink, The Syntax of the Greek Article ’53; JRoberts, Exegetical Helps, The Greek Noun with and without the Article: Restoration Qtly 14, ’71, 28–44; HTeeple, The Greek Article with Personal Names in the Synoptic Gospels: NTS 19, ’73, 302–17; Mussies 186–97.
    this one, that one, the art. funct. as demonstrative pronoun
    in accordance w. epic usage (Hes., Works 450: ἡ=this [voice]) in the quot. fr. Arat., Phaenom. 5 τοῦ γὰρ καὶ γένος ἐσμέν for we are also his (lit. this One’s) offspring Ac 17:28.
    ὁ μὲν … ὁ δέ the one … the other (Polyaenus 6, 2, 1 ὁ μὲν … ὁ δὲ … ὁ δε; PSI 512, 21 [253 B.C.]); pl. οἱ μὲν … οἱ δέ (PSI 341, 9 [256 B.C.]; TestJob 29:1) some … others w. ref. to a noun preceding: ἐσχίσθη τὸ πλῆθος … οἱ μὲν ἦσαν σὺν τοῖς Ἰουδαίοις, οἱ δὲ σὺν τοῖς ἀποστόλοις Ac 14:4; 17:32; 28:24; 1 Cor 7:7; Gal 4:23; Phil 1:16f. Also without such a relationship expressed τοὺς μὲν ἀποστόλους, τοὺς δὲ προφήτας, τοὺς δὲ εὐαγγελιστάς Eph 4:11. οἱ μὲν … ὁ δέ Hb 7:5f, 20f. οἱ μὲν … ἄλλοι (δέ) J 7:12. οἱ μὲν … ἄλλοι δὲ … ἕτεροι δέ Mt 16:14. τινὲς … οἱ δέ Ac 17:18 (cp. Pla., Leg. 1, 627a; 2, 658 B.; Aelian, VH 2, 34; Palaeph. 6, 5).—Mt 26:67; 28:17 οἱ δέ introduces a second class; just before this, instead of the first class, the whole group is mentioned (cp. X., Hell. 1, 2, 14, Cyr. 3, 2, 12; KMcKay, JSNT 24, ’85, 71f)= but some (as Arrian, Anab. 5, 2, 7; 5, 14, 4; Lucian, Tim. 4 p. 107; Hesych. Miles. [VI A.D.]: 390 Fgm. 1, 35 end Jac.).
    To indicate the progress of the narrative, ὁ δέ, οἱ δέ but he, but they (lit. this one, they) is also used without ὁ μέν preceding (likew. Il. 1, 43; Pla., X.; also Clearchus, Fgm. 76b τὸν δὲ εἰπεῖν=but this man said; pap examples in Mayser II/1, 1926, 57f) e.g. Mt 2:9, 14; 4:4; 9:31; Mk 14:31 (cp. Just., A II, 2, 3). ὁ μὲν οὖν Ac 23:18; 28:5. οἱ μὲν οὖν 1:6; 5:41; 15:3, 30.—JO’Rourke, Paul’s Use of the Art. as a Pronoun, CBQ 34, ’72, 59–65.
    the, funct. to define or limit an entity, event, or state
    w. nouns
    α. w. appellatives, or common nouns, where, as in Pla., Thu., Demosth. et al., the art. has double significance, specific or individualizing, and generic.
    א. In its individualizing use it focuses attention on a single thing or single concept, as already known or otherwise more definitely limited: things and pers. that are unique in kind: ὁ ἥλιος, ἡ σελήνη, ὁ οὐρανός, ἡ γῆ, ἡ θάλασσα, ὁ κόσμος, ἡ κτίσις, ὁ θεός (BWeiss [s. on θεός, beg.]), ὁ διάβολος, ὁ λόγος (J 1:1, 14), τὸ φῶς, ἡ σκοτία, ἡ ζωή, ὁ θάνατος etc. (but somet. the art. is omitted, esp. when nouns are used w. preps.; B-D-F §253, 1–4; Rob. 791f; Mlt-Turner 171). ἐν συναγωγῇ καὶ ἐν τῷ ἱερῷ J 18:20.—Virtues, vices, etc. (contrary to Engl. usage): ἡ ἀγάπη, ἡ ἀλήθεια, ἡ ἁμαρτία, ἡ δικαιοσύνη, ἡ σοφία et al.—The individualizing art. stands before a common noun that was previously mentioned (without the art.): τοὺς πέντε ἄρτους Lk 9:16 (after πέντε ἄρτοι vs. 13). τὸ βιβλίον 4:17b (after βιβλίον, vs. 17a), τοὺς μάγους Mt 2:7 (after μάγοι, vs. 1). J 4:43 (40); 12:6 (5); 20:1 (19:41); Ac 9:17 (11); Js 2:3 (2); Rv 15:6 (1).—The individ. art. also stands before a common noun which, in a given situation, is given special attention as the only or obvious one of its kind (Hipponax [VI B.C.] 13, 2 West=D.3 16 ὁ παῖς the [attending] slave; Diod S 18, 29, 2 ὁ ἀδελφός=his brother; Artem. 4, 71 p. 245, 19 ἡ γυνή=your wife; ApcEsdr 6:12 p. 31, 17 μετὰ Μωσῆ … ἐν τῷ ὄρει [Sinai]; Demetr. (?): 722 fgm 7 Jac. [in Eus., PE 9, 19, 4] ἐπὶ τὸ ὄρος [Moriah]) τῷ ὑπηρέτῃ to the attendant (who took care of the synagogue) Lk 4:20. εἰς τὸν νιπτῆρα into the basin (that was there for the purpose) J 13:5. ἰδοὺ ὁ ἄνθρωπο here is this (wretched) man 19:5. ἐκ τῆς παιδίσκης or ἐλευθέρας by the (well-known) slave woman or the free woman (Hagar and Sarah) Gal 4:22f. τὸν σῖτον Ac 27:38. ἐν τῇ ἐπιστολῇ 1 Cor 5:9 (s. ἐπιστολή) τὸ ὄρος the mountain (nearby) Mt 5:1; 8:1; 14:23; Mk 3:13; 6:46; Lk 6:12; 9:28 al.; ἡ πεισμονή this (kind of) persuasion Gal 5:8. ἡ μαρτυρία the (required) witness or testimony J 5:36.—The art. takes on the idea of κατʼ ἐξοχήν ‘par excellence’ (Porphyr., Abst. 24, 7 ὁ Αἰγύπτιος) ὁ ἐρχόμενος the one who is (was) to come or the coming one par excellence=The Messiah Mt 11:3; Lk 7:19. ὁ προφήτης J 1:21, 25; 7:40. ὁ διδάσκαλος τ. Ἰσραήλ 3:10 (Ps.-Clem., Hom. 5, 18 of Socrates: ὁ τῆς Ἑλλάδος διδάσκαλος); cp. MPol 12:2. With things (Stephan. Byz. s.v. Μάρπησσα: οἱ λίθοι=the famous stones [of the Parian Marble]) ἡ κρίσις the (last) judgment Mt 12:41. ἡ ἡμέρα the day of decision 1 Cor 3:13; (cp. Mi 4:6 Mt); Hb 10:25. ἡ σωτηρία (our) salvation at the consummation of the age Ro 13:11.
    ב. In its generic use it singles out an individual who is typical of a class, rather than the class itself: ὁ ἀγαθὸς ἄνθρωπος Mt 12:35. κοινοῖ τὸν ἄνθρωπον 15:11. ὥσπερ ὁ ἐθνικός 18:17. ὁ ἐργάτης Lk 10:7. ἐγίνωσκεν τί ἦν ἐν τῷ ἀνθρώπῳ J 2:25. τὰ σημεῖα τοῦ ἀποστόλου 2 Cor 12:12. ὁ κληρονόμος Gal 4:1. So also in parables and allegories: ὁ οἰκοδεσπότης Mt 24:43. Cp. J 10:11b, 12. The generic art. in Gk. is often rendered in Engl. by the indef. art. or omitted entirely.
    β. The use of the art. w. personal names is varied; as a general rule the presence of the art. w. a personal name indicates that the pers. is known; without the art. focus is on the name as such (s. Dssm., BPhW 22, 1902, 1467f; BWeiss, D. Gebr. des Art. b. d. Eigennamen [im NT]: StKr 86, 1913, 349–89). Nevertheless, there is an unmistakable drift in the direction of Mod. Gk. usage, in which every proper name has the art. (B-D-F §260; Rob. 759–61; Mlt-Turner 165f). The ms. tradition varies considerably. In the gospels the art. is usu. found w. Ἰησοῦς; yet it is commonly absent when Ἰ. is accompanied by an appositive that has the art. Ἰ. ὁ Γαλιλαῖος Mt 26:69; Ἰ. ὁ Ναζωραῖος vs. 71; Ἰ. ὁ λεγόμενος Χριστός 27:17, 22. Sim. Μαριὰμ ἡ μήτηρ τοῦ Ἰ. Ac 1:14. The art. somet. stands before oblique cases of indecl. proper names, apparently to indicate their case (B-D-F §260, 2; Rob. 760). But here, too, there is no hard and fast rule.—HTeeple, NTS 19, ’73, 302–17 (synopt.).
    γ. The art. is customarily found w. the names of countries (B-D-F §261, 4; W-S. § 18, 5 d; Rob. 759f); less freq. w. names of cities (B-D-F §261, 1; 2; Rob. 760; Mlt-Turner 170–72). W. Ἰερουσαλήμ, Ἱεροσόλυμα it is usu. absent (s. Ἱεροσόλυμα); it is only when this name has modifiers that it must have the art. ἡ νῦν Ἰ. Gal 4:25; ἡ ἄνω Ἰ. vs. 26; ἡ καινὴ Ἰ. Rv 3:12. But even in this case it lacks the art. when the modifier follows: Hb 12:22.—Names of rivers have the art. ὁ Ἰορδάνης, ὁ Εὐφράτης, ὁ Τίβερις Hv 1, 1, 2 (B-D-F §261, 8; Rob. 760; Mlt-Turner 172). Likew. names of seas ὁ Ἀδρίας Ac 27:27.
    δ. The art. comes before nouns that are accompanied by the gen. of a pronoun (μοῦ, σοῦ, ἡμῶν, ὑμῶν, αὐτοῦ, ἑαυτοῦ, αὐτῶν) Mt 1:21, 25; 5:45; 6:10–12; 12:49; Mk 9:17; Lk 6:27; 10:7; 16:6; Ro 4:19; 6:6 and very oft. (only rarely is it absent: Mt 19:28; Lk 1:72; 2:32; 2 Cor 8:23; Js 5:20 al.).
    ε. When accompanied by the possessive pronouns ἐμός, σός, ἡμέτερος, ὑμέτερος the noun always has the art., and the pron. stands mostly betw. art. and noun: Mt 18:20; Mk 8:38; Lk 9:26; Ac 26:5; Ro 3:7 and oft. But only rarely so in John: J 4:42; 5:47; 7:16. He prefers to repeat the article w. the possessive following the noun ἡ κρίσις ἡ ἐμή J 5:30; cp. 7:6; 17:17; 1J 1:3 al.
    ζ. Adjectives (or participles), when they modify nouns that have the art., also come either betw. the art. and noun: ἡ ἀγαθὴ μερίς Lk 10:42; τὸ ἅγιον πνεῦμα 12:10; Ac 1:8; ἡ δικαία κρίσις J 7:24 and oft., or after the noun w. the art. repeated τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον Mk 3:29; J 14:26; Ac 1:16; Hb 3:7; 9:8; 10:15. ἡ ζωὴ ἡ αἰώνιος 1J 1:2; 2:25. τὴν πύλην τὴν σιδηρᾶν Ac 12:10. Only rarely does an adj. without the art. stand before a noun that has an art. (s. B-D-F §270, 1; Rob. 777; Mlt-Turner 185f): ἀκατακαλύπτῳ τῇ κεφαλῇ 1 Cor 11:5. εἶπεν μεγάλῃ τῇ φωνῇ Ac 14:10 v.l.; cp. 26:24. κοιναῖς ταῖς χερσίν Mk 7:5 D.—Double modifier τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον τὸ ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ Mt 25:41. τὸ θυσιαστήριον τὸ χρυσοῦν τὸ ἐνώπιον τοῦ θρόνου Rv 8:3; 9:13. ἡ πόρνη ἡ μεγάλη ἡ καθημένη 17:1.—Mk 5:36 τὸν λόγον λαλούμενον is prob. a wrong rdg. (B has τὸν λαλ., D τοῦτον τὸν λ. without λαλούμενον).—On the art. w. ὅλος, πᾶς, πολύς s. the words in question.
    η. As in the case of the poss. pron. (ε) and adj. (ζ), so it is w. other expressions that can modify a noun: ἡ κατʼ ἐκλογὴν πρόθεσις Ro 9:11. ἡ παρʼ ἐμοῦ διαθήκη 11:27. ὁ λόγος ὁ τοῦ σταυροῦ 1 Cor 1:18. ἡ ἐντολὴ ἡ εἰς ζωήν Ro 7:10. ἡ πίστις ὑμῶν ἡ πρὸς τὸν θεόν 1 Th 1:8. ἡ διακονία ἡ εἰς τοὺς ἁγίους 2 Cor 8:4.
    θ. The art. precedes the noun when a demonstrative pron. (ὅδε, οὗτος, ἐκεῖνος) belonging with it comes before or after; e.g.: οὗτος ὁ ἄνθρωπος Lk 14:30; J 9:24. οὗτος ὁ λαός Mk 7:6. οὗτος ὁ υἱός μου Lk 15:24. οὗτος ὁ τελώνης 18:11 and oft. ὁ ἄνθρωπος οὗτος Mk 14:71; Lk 2:25; 23:4, 14, 47. ὁ λαὸς οὗτος Mt 15:8. ὁ υἱός σου οὗτος Lk 15:30 and oft.—ἐκείνη ἡ ἡμέρα Mt 7:22; 22:46. ἐκ. ἡ ὥρα 10:19; 18:1; 26:55. ἐκ. ὁ καιρός 11:25; 12:1; 14:1. ἐκ. ὁ πλάνος 27:63 and oft. ἡ οἰκία ἐκείνη Mt 7:25, 27. ἡ ὥρα ἐκ. 8:13; 9:22; ἡ γῆ ἐκ. 9:26, 31; ἡ ἡμέρα ἐκ. 13:1. ὁ ἀγρὸς ἐκ. vs. 44 and oft.—ὁ αὐτός s. αὐτός 3b.
    ι. An art. before a nom. noun makes it a vocative (as early as Hom.; s. KBrugman4-AThumb, Griech. Gramm. 1913, 431; Schwyzer II 63f; B-D-F §147; Rob. 769. On the LXX Johannessohn, Kasus 14f.—ParJer 1:1 Ἰερεμία ὁ ἐκλεκτός μου; 7:2 χαῖρε Βαρούχι ὁ οἰκονόμος τῆς πίστεως) ναί, ὁ πατήρ Mt 11:26. τὸ κοράσιον, ἔγειρε Mk 5:41. Cp. Mt 7:23; 27:29 v.l.; Lk 8:54; 11:39; 18:11, 13 (Goodsp, Probs. 85–87); J 19:3 and oft.
    Adjectives become substantives by the addition of the art.
    α. ὁ πονηρός Eph 6:16. οἱ σοφοί 1 Cor 1:27. οἱ ἅγιοι, οἱ πλούσιοι, οἱ πολλοί al. Likew. the neut. τὸ κρυπτόν Mt 6:4. τὸ ἅγιον 7:6. τὸ μέσον Mk 3:3. τὸ θνητόν 2 Cor 5:4. τὰ ἀδύνατα Lk 18:27. τὸ ἔλαττον Hb 7:7. Also w. gen. foll. τὰ ἀγαθά σου Lk 16:25. τὸ μωρόν, τὸ ἀσθενὲς τοῦ θεοῦ 1 Cor 1:25; cp. vs. 27f. τὸ γνωστὸν τοῦ θεοῦ Ro 1:19. τὰ ἀόρατα τοῦ θεοῦ vs. 20. τὸ ἀδύνατον τοῦ νόμου 8:3. τὰ κρυπτὰ τῆς αἰσχύνης 2 Cor 4:2.
    β. Adj. attributes whose noun is customarily omitted come to have substantive force and therefore receive the art. (B-D-F §241; Rob. 652–54) ἡ περίχωρος Mt 3:5; ἡ ξηρά 23:15 (i.e. γῆ). ἡ ἀριστερά, ἡ δεξιά (sc. χείρ) 6:3. ἡ ἐπιοῦσα (sc. ἡμέρα) Ac 16:11. ἡ ἔρημος (sc. χώρα) Mt 11:7.
    γ. The neut. of the adj. w. the art. can take on the mng. of an abstract noun (Thu. 1, 36, 1 τὸ δεδιός=fear; Herodian 1, 6, 9; 1, 11, 5 τὸ σεμνὸν τῆς παρθένου; M. Ant. 1, 1; Just., D. 27, 2 διὰ τὸ σκληροκάρδιον ὑμῶν καὶ ἀχάριστον εἰς αὐτόν) τὸ χρηστὸν τοῦ θεοῦ God’s kindness Ro 2:4. τὸ δυνατόν power 9:22. τὸ σύμφορον benefit 1 Cor 7:35. τὸ γνήσιον genuineness 2 Cor 8:8. τὸ ἐπιεικές Phil 4:5 al.
    δ. The art. w. numerals indicates, as in Il. 5, 271f; X. et al. (HKallenberg, RhM 69, 1914, 662ff), that a part of a number already known is being mentioned (Diod S 18, 10, 2 τρεῖς μὲν φυλὰς … τὰς δὲ ἑπτά=‘but the seven others’; Plut., Cleom. 804 [8, 4] οἱ τέσσαρες=‘the other four’; Polyaenus 6, 5 οἱ τρεῖς=‘the remaining three’; Diog. L. 1, 82 Βίας προκεκριμένος τῶν ἑπτά=Bias was preferred before the others of the seven [wise men]. B-D-F §265): οἱ ἐννέα the other nine Lk 17:17. Cp. 15:4; Mt 18:12f. οἱ δέκα the other ten (disciples) 20:24; Mk 10:41; lepers Lk 17:17. οἱ πέντε … ὁ εἷς … ὁ ἄλλος five of them … one … the last one Rv 17:10.
    The ptc. w. the art. receives
    α. the mng. of a subst. ὁ πειράζων the tempter Mt 4:3; 1 Th 3:5. ὁ βαπτίζων Mk 6:14. ὁ σπείρων Mt 13:3; Lk 8:5. ὁ ὀλεθρεύων Hb 11:28. τὸ ὀφειλόμενον Mt 18:30, 34. τὸ αὐλούμενον 1 Cor 14:7. τὸ λαλούμενον vs. 9 (Just., D. 32, 3 τὸ ζητούμενον). τὰ γινόμενα Lk 9:7. τὰ ἐρχόμενα J 16:13. τὰ ἐξουθενημένα 1 Cor 1:28. τὰ ὑπάρχοντα (s. ὑπάρχω 1). In Engl. usage many of these neuters are transl. by a relative clause, as in β below. B-D-F §413; Rob. 1108f.
    β. the mng. of a relative clause (Ar. 4, 2 al. οἱ νομίζοντες) ὁ δεχόμενος ὑμᾶς whoever receives you Mt 10:40. τῷ τύπτοντί σε Lk 6:29. ὁ ἐμὲ μισῶν J 15:23. οὐδὲ γὰρ ὄνομά ἐστιν ἕτερον τὸ δεδομένον (ὸ̔ δέδοται) Ac 4:12. τινές εἰσιν οἱ ταράσσοντες ὑμᾶς Gal 1:7. Cp. Lk 7:32; 18:9; J 12:12; Col 2:8; 1 Pt 1:7; 2J 7; Jd 4 al. So esp. after πᾶς: πᾶς ὁ ὀργιζόμενος everyone who becomes angry Mt 5:22. πᾶς ὁ κρίνων Ro 2:1 al. After μακάριος Mt 5:4, 6, 10. After οὐαὶ ὑμῖν Lk 6:25.
    The inf. w. neut. art. (B-D-F §398ff; Rob. 1062–68) is used in a number of ways.
    α. It stands for a noun (B-D-F §399; Rob. 1062–66) τὸ (ἀνίπτοις χερσὶν) φαγεῖν Mt 15:20. τὸ (ἐκ νεκρῶν) ἀναστῆναι Mk 9:10. τὸ ἀγαπᾶν 12:33; cp. Ro 13:8. τὸ ποιῆσαι, τὸ ἐπιτελέσαι 2 Cor 8:11. τὸ καθίσαι Mt 20:23. τὸ θέλειν Ro 7:18; 2 Cor 8:10.—Freq. used w. preps. ἀντὶ τοῦ, διὰ τό, διὰ τοῦ, ἐκ τοῦ, ἐν τῷ, ἕνεκεν τοῦ, ἕως τοῦ, μετὰ τό, πρὸ τοῦ, πρὸς τό etc.; s. the preps. in question (B-D-F §402–4; Rob. 1068–75).
    β. The gen. of the inf. w. the art., without a prep., is esp. frequent (B-D-F §400; Mlt. 216–18; Rob. 1066–68; DEvans, ClQ 15, 1921, 26ff). The use of this inf. is esp. common in Lk and Paul, less freq. in Mt and Mk, quite rare in other writers. The gen. stands
    א. dependent on words that govern the gen.: ἄξιον 1 Cor 16:4 (s. ἄξιος 1c). ἐξαπορηθῆναι τοῦ ζῆν 2 Cor 1:8. ἔλαχε τοῦ θυμιᾶσαι Lk 1:9 (cp. 1 Km 14:47 v.l. Σαοὺλ ἔλαχεν τοῦ βασιλεύειν).
    ב. dependent on a noun (B-D-F §400, 1; Rob. 1066f) ὁ χρόνος τοῦ τεκεῖν Lk 1:57. ἐπλήσθησαν αἱ ἡμέραι τοῦ τεκεῖν αὐτήν 2:6. ἐξουσία τοῦ πατεῖν 10:19. εὐκαιρία τοῦ παραδοῦναι 22:6. ἐλπὶς τοῦ σῴζεσθαι Ac 27:20; τοῦ μετέχειν 1 Cor 9:10. ἐπιποθία τοῦ ἐλθεῖν Ro 15:23. χρείαν ἔχειν τοῦ διδάσκειν Hb 5:12. καιρὸς τοῦ ἄρξασθαι 1 Pt 4:17. τ. ἐνέργειαν τοῦ δύνασθαι the power that enables him Phil 3:21. ἡ προθυμία τοῦ θέλειν zeal in desiring 2 Cor 8:11.
    ג. Somet. the connection w. the noun is very loose, and the transition to the consecutive sense (=result) is unmistakable (B-D-F §400, 2; Rob. 1066f): ἐπλήσθησαν ἡμέραι ὀκτὼ τοῦ περιτεμεῖν αὐτόν Lk 2:21. ὀφειλέται … τοῦ κατὰ σάρκα ζῆν Ro 8:12. εἰς ἀκαθαρσίαν τοῦ ἀτιμάζεσθαι 1:24. ὀφθαλμοὺς τοῦ μὴ βλέπειν 11:8. τὴν ἔκβασιν τοῦ δύνασθαι ὑπενεγκεῖν 1 Cor 10:13.
    ד. Verbs of hindering, ceasing take the inf. w. τοῦ μή (s. Schwyzer II 372 for earlier Gk; PGen 16, 23 [207 A.D.] κωλύοντες τοῦ μὴ σπείρειν; LXX; ParJer 2:5 φύλαξαι τοῦ μὴ σχίσαι τὰ ἱμάτιά σου): καταπαύειν Ac 14:18. κατέχειν Lk 4:42. κρατεῖσθαι 24:16. κωλύειν Ac 10:47. παύειν 1 Pt 3:10 (Ps 33:14). ὑποστέλλεσθαι Ac 20:20, 27. Without μή: ἐγκόπτεσθαι τοῦ ἐλθεῖν Ro 15:22.
    ה. The gen. of the inf. comes after verbs of deciding, exhorting, commanding, etc. (1 Ch 19:19; ParJer 7:37 διδάσκων αὐτοὺ τοῦ ἀπέχεσθαι) ἐγένετο γνώμης Ac 20:3. ἐντέλλεσθαι Lk 4:10 (Ps 90:11). ἐπιστέλλειν Ac 15:20. κατανεύειν Lk 5:7. κρίνειν Ac 27:1. παρακαλεῖν 21:12. προσεύχεσθαι Js 5:17. τὸ πρόσωπον στηρίζειν Lk 9:51. συντίθεσθαι Ac 23:20.
    ו. The inf. w. τοῦ and τοῦ μή plainly has final (=purpose) sense (ParJer 5:2 ἐκάθισεν … τοῦ ἀναπαῆναι ὀλίγον; Soph., Lex. I 45f; B-D-F §400, 5 w. exx. fr. non-bibl. lit. and pap; Rob. 1067): ἐξῆλθεν ὁ σπείρων τοῦ σπείρειν a sower went out to sow Mt 13:3. ζητεῖν τοῦ ἀπολέσαι = ἵνα ἀπολέσῃ 2:13. τοῦ δοῦναι γνῶσιν Lk 1:77. τοῦ κατευθῦναι τοὺς πόδας vs. 79. τοῦ σινιάσαι 22:31. τοῦ μηκέτι δουλεύειν Ro 6:6. τοῦ ποιῆσαι αὐτά Gal 3:10. τοῦ γνῶναι αὐτόν Phil 3:10. Cp. Mt 3:13; 11:1; 24:45; Lk 2:24, 27; 8:5; 24:29; Ac 3:2; 20:30; 26:18; Hb 10:7 (Ps 39:9); 11:5; GJs 2:3f; 24:1.—The apparently solecistic τοῦ πολεμῆσαι Ro 12:7 bears a Semitic tinge, cp. Hos 9:13 et al. (Mussies 96).—The combination can also express
    ז. consecutive mng. (result): οὐδὲ μετεμελήθητε τοῦ πιστεῦσαι αὐτῷ you did not change your minds and believe him Mt 21:32. τοῦ μὴ εἶναι αὐτὴν μοιχαλίδα Ro 7:3. τοῦ ποιεῖν τὰ βρέφη ἔκθετα Ac 7:19. Cp. 3:12; 10:25.
    The art. is used w. prepositional expressions (Artem. 4, 33 p. 224, 7 ὁ ἐν Περγάμῳ; 4, 36 ὁ ἐν Μαγνησίᾳ; 4 [6] Esdr [POxy 1010 recto, 8–12] οἱ ἐν τοῖς πεδίοις … οἱ ἐν τοῖς ὄρεσι καὶ μετεώροις; Tat. 31, 2 οἱ μὲν περὶ Κράτητα … οἱ δὲ περὶ Ἐρατοσθένη) τῆς ἐκκλησίας τῆς ἐν Κεγχρεαῖς Ro 16:1. ταῖς ἐκκλησίαις ταῖς ἐν τῇ Ἀσίᾳ Rv 1:4. τῷ ἀγγέλῳ τῆς ἐν (w. place name) ἐκκλησίας 2:1, 8, 12, 18; 3:1, 7, 14 (on these pass. RBorger, TRu 52, ’87, 42–45). τοῖς ἐν τῇ οἰκίᾳ to those in the house Mt 5:15. πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τ. οὐρανοῖς 6:9. οἱ ἀπὸ τῆς Ἰταλίας Hb 13:24. οἱ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ Ro 8:1. οἱ ἐξ ἐριθείας 2:8. οἱ ἐκ νόμου 4:14; cp. vs. 16. οἱ ἐκ τῆς Καίσαρος οἰκίας Phil 4:22. οἱ ἐξ εὐωνύμων Mt 25:41. τὸ θυσιαστήριον … τὸ ἐνώπιον τοῦ θρόνου Rv 8:3; cp. 9:13. On 1:4 s. ref in B-D-F §136, 1 to restoration by Nestle. οἱ παρʼ αὐτοῦ Mk 3:21. οἱ μετʼ αὐτοῦ Mt 12:3. οἱ περὶ αὐτόν Mk 4:10; Lk 22:49 al.—Neut. τὰ ἀπὸ τοῦ πλοίου pieces of wreckage fr. the ship Ac 27:44 (difft. FZorell, BZ 9, 1911, 159f). τὰ περί τινος Lk 24:19, 27; Ac 24:10; Phil 1:27 (Tat. 32, 2 τὰ περὶ θεοῦ). τὰ περί τινα 2:23. τὰ κατʼ ἐμέ my circumstances Eph 6:21; Phil 1:12; Col 4:7. τὰ κατὰ τὸν νόμον what (was to be done) according to the law Lk 2:39. τὸ ἐξ ὑμῶν Ro 12:18. τὰ πρὸς τὸν θεόν 15:17; Hb 2:17; 5:1 (X., Resp. Lac. 13, 11 ἱερεῖ τὰ πρὸς τοὺς θεούς, στρατηγῷ δὲ τὰ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους). τὰ παρʼ αὐτῶν Lk 10:7. τὸ ἐν ἐμοί the (child) in me GJs 12:2 al.
    w. an adv. or adverbial expr. (1 Macc 8:3) τὸ ἔμπροσθεν Lk 19:4. τὸ ἔξωθεν Mt 23:25. τὸ πέραν Mt 8:18, 28. τὰ ἄνω J 8:23; Col 3:1f. τὰ κάτω J 8:23. τὰ ὀπίσω Mk 13:16. τὰ ὧδε matters here Col 4:9. ὁ πλησίον the neighbor Mt 5:43. οἱ καθεξῆς Ac 3:24. τὸ κατὰ σάρκα Ro 9:5. τὸ ἐκ μέρους 1 Cor 13:10.—Esp. w. indications of time τό, τὰ νῦν s. νῦν 2b. τὸ πάλιν 2 Cor 13:2. τὸ λοιπόν 1 Cor 7:29; Phil 3:1. τὸ πρῶτον J 10:40; 12:16; 19:39. τὸ πρότερον 6:62; Gal 4:13. τὸ καθʼ ἡμέραν daily Lk 11:3.—τὸ πλεῖστον at the most 1 Cor 14:27.
    The art. w. the gen. foll. denotes a relation of kinship, ownership, or dependence: Ἰάκωβος ὁ τοῦ Ζεβεδαίου Mt 10:2 (Thu. 4, 104 Θουκυδίδης ὁ Ὀλόρου [sc. υἱός]; Plut., Timol. 3, 2; Appian, Syr. 26 §123 Σέλευκος ὁ Ἀντιόχου; Jos., Bell. 5, 5; 11). Μαρία ἡ Ἰακώβου Lk 24:10. ἡ τοῦ Οὐρίου the wife of Uriah Mt 1:6. οἱ Χλόης Chloë’s people 1 Cor 1:11. οἱ Ἀριστοβούλου, οἱ Ναρκίσσου Ro 16:10f. οἱ αὐτοῦ Ac 16:33. οἱ τοῦ Χριστοῦ 1 Cor 15:23; Gal 5:24. Καισάρεια ἡ Φιλίππου Caesarea Philippi i.e. the city of Philip Mk 8:27.—τό, τά τινος someone’s things, affairs, circumstances (Thu. 4, 83 τὰ τοῦ Ἀρριβαίου; Parthenius 1, 6; Appian, Syr. 16 §67 τὰ Ῥωμαίων) τὰ τοῦ θεοῦ, τῶν ἀνθρώπων Mt 16:23; 22:21; Mk 8:33; cp. 1 Cor 2:11. τὰ τῆς σαρκός, τοῦ πνεύματος Ro 8:5; cp. 14:19; 1 Cor 7:33f; 13:11. τὰ ὑμῶν 2 Cor 12:14. τὰ τῆς ἀσθενείας μου 11:30. τὰ τοῦ νόμου what the law requires Ro 2:14. τὸ τῆς συκῆς what has been done to the fig tree Mt 21:21; cp. 8:33. τὰ ἑαυτῆς its own advantage 1 Cor 13:5; cp. Phil 2:4, 21. τὸ τῆς παροιμίας what the proverb says 2 Pt 2:22 (Pla., Theaet. 183e τὸ τοῦ Ὁμήρου; Menand., Dyscolus 633 τὸ τοῦ λόγου). ἐν τοῖς τοῦ πατρός μου in my Father’s house (so Field, Notes 50–56; Goodsp. Probs. 81–83; difft., ‘interests’, PTemple, CBQ 1, ’39, 342–52.—In contrast to the other synoptists, Luke does not elsewhere show Jesus ‘at home’.) Lk 2:49 (Lysias 12, 12 εἰς τὰ τοῦ ἀδελφοῦ; Theocr. 2, 76 τὰ Λύκωνος; pap in Mayser II [1926] p. 8; POxy 523, 3 [II A.D.] an invitation to a dinner ἐν τοῖς Κλαυδίου Σαραπίωνος; PTebt 316 II, 23 [99 A.D.] ἐν τοῖς Ποτάμωνος; Esth 7:9; Job 18:19; Jos., Ant. 16, 302. Of the temple of a god Jos., C. Ap. 1, 118 ἐν τοῖς τοῦ Διός). Mt 20:15 is classified here by WHatch, ATR 26, ’44, 250–53; s. also ἐμός b.
    The neut. of the art. stands
    α. before whole sentences or clauses (Epict. 4, 1, 45 τὸ Καίσαρος μὴ εἶναι φίλον; Prov. Aesopi 100 P. τὸ Οὐκ οἶδα; Jos., Ant. 10, 205; Just., D. 33, 2 τὸ γὰρ … [Ps 109:4]) τὸ Οὐ φονεύσεις, οὐ μοιχεύσεις κτλ. (quot. fr. the Decalogue) Mt 19:18; Ro 13:9. τὸ Καὶ μετὰ ἀνόμων ἐλογίσθη (quot. fr. Is 53:12) Lk 22:37. Cp. Gal 5:14. τὸ Εἰ δύνῃ as far as your words ‘If you can’ are concerned Mk 9:23. Likew. before indirect questions (Vett. Val. 291, 14 τὸ πῶς τέτακται; Ael. Aristid. 45, 15 K. τὸ ὅστις ἐστίν; ParJer 6:15 τὸ πῶς ἀποστείλης; GrBar 8:6 τὸ πῶς ἐταπεινώθη; Jos., Ant. 20, 28 ἐπὶ πείρᾳ τοῦ τί φρονοῖεν; Pel.-Leg. p. 20, 32 τὸ τί γένηται; Mel., Fgm. 8, 2 [Goodsp. p. 311] τὸ δὲ πῶς λούονται) τὸ τί ἂν θέλοι καλεῖσθαι αὐτό Lk 1:62. τὸ τίς ἂν εἴη μείζων αὐτῶν 9:46. τὸ πῶς δεῖ ὑμᾶς περιπατεῖν 1 Th 4:1. Cp. Lk 19:48; 22:2, 4, 23f; Ac 4:21; 22:30; Ro 8:26; Hs 8, 1, 4.
    β. before single words which are taken fr. what precedes and hence are quoted, as it were (Epict. 1, 29, 16 τὸ Σωκράτης; 3, 23, 24; Hierocles 13 p. 448 ἐν τῷ μηδείς) τὸ ‘ἀνέβη’ Eph 4:9. τὸ ‘ἔτι ἅπαξ’ Hb 12:27. τὸ ‘Ἁγάρ’ Gal 4:25.
    Other notable uses of the art. are
    α. the elliptic use, which leaves a part of a sentence accompanied by the art. to be completed fr. the context: ὁ τὰ δύο the man with the two (talents), i.e. ὁ τὰ δύο τάλαντα λαβών Mt 25:17; cp. vs. 22. τῷ τὸν φόρον Ro 13:7. ὁ τὸ πολύ, ὀλίγον the man who had much, little 2 Cor 8:15 after Ex 16:18 (cp. Lucian, Bis Accus. 9 ὁ τὴν σύριγγα [sc. ἔχων]; Arrian, Anab. 7, 8, 3 τὴν ἐπὶ θανάτῳ [sc. ὁδόν]).
    β. Σαῦλος, ὁ καὶ Παῦλος Ac 13:9; s. καί 2h.
    γ. the fem. art. is found in a quite singular usage ἡ οὐαί (ἡ θλῖψις or ἡ πληγή) Rv 9:12; 11:14. Sim. ὁ Ἀμήν 3:14 (here the masc. art. is evidently chosen because of the alternate name for Jesus).
    One art. can refer to several nouns connected by καί
    α. when various words, sing. or pl., are brought close together by a common art.: τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ γραμματεῖς Mt 2:4; cp. 16:21; Mk 15:1. ἐν τοῖς προφήταις κ. ψαλμοῖς Lk 24:44. τῇ Ἰουδαίᾳ καὶ Σαμαρείᾳ Ac 1:8; cp. 8:1; Lk 5:17 al.—Even nouns of different gender can be united in this way (Aristoph., Eccl. 750; Ps.-Pla., Axioch. 12 p. 37a οἱ δύο θεοί, of Apollo and Artemis; Ps.-Demetr., Eloc. c. 292; PTebt 14, 10 [114 B.C.]; En 18:14; EpArist 109) κατὰ τὰ ἐντάλματα καὶ διδασκαλίας Col 2:22. Cp. Lk 1:6. εἰς τὰς ὁδοὺς καὶ φραγμούς 14:23.
    β. when one and the same person has more than one attribute applied to him: πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ πατέρα ὑμῶν J 20:17. ὁ θεὸς καὶ πατὴρ τοῦ κυρίου Ἰ. Ro 15:6; 2 Cor 1:3; 11:31; Eph 1:3; 1 Pt 1:3. ὁ θεὸς καὶ πατὴρ (ἡμῶν) Eph 5:20; Phil 4:20; 1 Th 1:3; 3:11, 13. Of Christ: τοῦ κυρίου ἡμῶν καὶ σωτῆρος 2 Pt 1:11; cp. 2:20; 3:18. τοῦ μεγάλου θεοῦ καὶ σωτῆρος ἡμῶν Tit 2:13 (PGrenf II, 15 I, 6 [139 B.C.] of the deified King Ptolemy τοῦ μεγάλου θεοῦ εὐεργέτου καὶ σωτῆρος [ἐπιφανοῦς] εὐχαρίστου).
    γ. On the other hand, the art. is repeated when two different persons are named: ὁ φυτεύων καὶ ὁ ποτίζων 1 Cor 3:8. ὁ βασιλεὺς καὶ ὁ ἡγεμών Ac 26:30.
    In a fixed expression, when a noun in the gen. is dependent on another noun, the art. customarily appears twice or not at all: τὸ πνεῦμα τοῦ θεοῦ 1 Cor 3:16; πνεῦμα θεοῦ Ro 8:9. ὁ λόγος τοῦ θεοῦ 2 Cor 2:17; λόγος θεοῦ 1 Th 2:13. ἡ ἡμέρα τοῦ κυρίου 2 Th 2:2; ἡμ. κ. 1 Th 5:2. ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου Mt 8:20; υἱ. ἀ. Hb 2:6. ἡ ἀνάστασις τῶν νεκρῶν Mt 22:31; ἀ. ν. Ac 23:6. ἡ κοιλία τῆς μητρός J 3:4; κ. μ. Mt 19:12.—APerry, JBL 68, ’49, 329–34; MBlack, An Aramaic Approach3, ’67, 93–95.—DELG. M-M.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία >

См. также в других словарях:

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Liste der Präpositionen im Neugriechischen — Welche Wörter zu den Präpositionen des Neugriechischen zu zählen sind, ist aus mehreren Gründen umstritten. Im Allgemeinen sind damit wie im Deutschen indeklinable Wörter oder Wortfolgen gemeint, die eine Nominalphrase regieren und dieser einen… …   Deutsch Wikipedia

  • Liste der neugriechischen Präpositionen — Welche Wörter zu den Präpositionen des Neugriechischen zu zählen sind, ist aus mehreren Gründen umstritten. Im Allgemeinen sind damit wie im Deutschen indeklinable Wörter oder Wortfolgen gemeint, die eine Nominalphrase regieren und dieser einen… …   Deutsch Wikipedia

  • Neugriechische Präpositionen — Welche Wörter zu den Präpositionen des Neugriechischen zu zählen sind, ist aus mehreren Gründen umstritten. Im Allgemeinen sind damit wie im Deutschen indeklinable Wörter oder Wortfolgen gemeint, die eine Nominalphrase regieren und dieser einen… …   Deutsch Wikipedia

  • Präpositionen des Neugriechischen — Welche Wörter zu den Präpositionen des Neugriechischen zu zählen sind, ist aus mehreren Gründen umstritten. Im Allgemeinen sind damit wie im Deutschen indeklinable Wörter oder Wortfolgen gemeint, die eine Nominalphrase regieren und dieser einen… …   Deutsch Wikipedia

  • Präpositionen im Neugriechischen — Welche Wörter zu den Präpositionen des Neugriechischen zu zählen sind, ist aus mehreren Gründen umstritten. Im Allgemeinen sind damit wie im Deutschen indeklinable Wörter oder Wortfolgen gemeint, die eine Nominalphrase regieren und dieser einen… …   Deutsch Wikipedia

  • Manolis Anagnostakis — (Salónica, 10 de marzo de 1925 – Atenas, 23 de junio de 2005) fue un poeta griego y crítico en la vanguardia de los movimientos poéticos marxista y existencialista que surgieron durante la Guerra civil griega a finales de los años 1940.… …   Wikipedia Español

  • Στοιχεία — Ουσίες με ομογενή ατομική σύσταση, που αντιπροσωπεύουν τα τελικά όρια στα οποία όλα τα υλικά σώματα μπορούν να υποδιαιρεθούν με χημικά μέσα. Στα σ., στην ελεύθερη κατάσταση τους (μη ενωμένα) τα άτομα συνενώνονται σε μόρια που αποτελούνται από 2… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»