-
1 αντικοπτικος
См. также в других словарях:
χορτοκοπτικός — ή, ό, Ν 1. ο κατάλληλος ή ο χρήσιμος για την κοπή χόρτου 2. φρ. «χορτοκοπτική μηχανή» μηχανή με την οποία κόβεται, τεμαχίζεται και καθαρίζεται από τα χώματα το χόρτο που προορίζεται για ζωοτροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + κοπτικός (< κόπτω), πρβλ … Dictionary of Greek