Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀντι-κλάζω

См. также в других словарях:

  • γλάζω — (Α) κλάζω, τραγουδώ με δυνατή φωνή. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά στον Πίνδαρο «το σον αυτού μέλος γλάζεις». Πρόκειται πιθ. για εκφραστικό μεταπλασμό τού ρ. κλάζω*. Εάν όμως στο χωρίο τού Πινδάρου αντί τής λ. μέλος τεθεί η λ. μέλι, τότε το ρ. γλάζω θα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»