-
1 αντικλαζω
См. также в других словарях:
γλάζω — (Α) κλάζω, τραγουδώ με δυνατή φωνή. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά στον Πίνδαρο «το σον αυτού μέλος γλάζεις». Πρόκειται πιθ. για εκφραστικό μεταπλασμό τού ρ. κλάζω*. Εάν όμως στο χωρίο τού Πινδάρου αντί τής λ. μέλος τεθεί η λ. μέλι, τότε το ρ. γλάζω θα… … Dictionary of Greek