-
1 αντικαθευδω
См. также в других словарях:
κατεύδω — (Α) κωμ. βαρβαρισμός στον Αριστοφ. αντί καθεύδω* … Dictionary of Greek
προκαθεύδω — Α 1. κοιμάμαι προηγουμένως ή κοιμάμαι πρώτος 2. κοιμάμαι αντί για άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καθεύδω «κοιμάμαι»] … Dictionary of Greek