Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀντι-καίω

  • 1 ἀντι-καίω

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > ἀντι-καίω

  • 2 ἀντι-κάω

    ἀντι-κάω (f, καίω), dagegen verbrennen, in Brand setzen, Plat. Tim. 65 e ἀντικάοντα.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > ἀντι-κάω

  • 3 αντικάοντα

    ἀντικά̱οντα, ἀντί-καίω
    kindle: pres part act neut nom /voc /acc pl (attic)
    ἀντικά̱οντα, ἀντί-καίω
    kindle: pres part act masc acc sg (attic)

    Morphologia Graeca > αντικάοντα

  • 4 ἀντικάοντα

    ἀντικά̱οντα, ἀντί-καίω
    kindle: pres part act neut nom /voc /acc pl (attic)
    ἀντικά̱οντα, ἀντί-καίω
    kindle: pres part act masc acc sg (attic)

    Morphologia Graeca > ἀντικάοντα

  • 5 αντικαιω

        атт. ἀντικάω жечь в свою очередь

    Древнегреческо-русский словарь > αντικαιω

  • 6 шпарить

    ρ.δ.
    1. ζεματίζω, καταστρέφω•

    шпарить клопов ζεματίζω τους κοριούς.

    || περιβρέχω με ζεστό νερό, μουσκεύω.
    2. καίω•

    шпарить руки καίω τα χέρια με καυτό νερό.

    3. χρησιμοποιείται αντί άλλων ρημάτων με επιτακτική σημασία•

    шарь скорей за папиросами τρέξε γρήγορα για τσιγάρα•

    шпарь домой τρέξε στο σπίτι•

    никто не слушает, а он -ит дальше κανένας δεν τον ακούει, όμως αυτός προχωρεί παρακάτω.

    Большой русско-греческий словарь > шпарить

  • 7 жарить

    ρ.δ.
    1. μ. τηγανίζω, τσιγαρίζω• καβουρδίζω, γιαχνίζω•

    жарить картошку на масле τηγανίζω πατάτες με λάδι•

    жарить рыбу τηγανίζω ψάρια.

    || ψήνω•

    жарить семечки ψήνω σπόρια.

    2. καίω, θερμαίνω δυνατά•

    солнце -ит ο ήλιος ψένει.

    3. μ. υπερθερμαίνω, πυρακτώνω, κορώνω.
    4. (απλ.) χρησιμοποιείται αντί των αντίστοιχων ρημάτων με σημασία επιτακτική: -ит дождь βρέχει δυνατά•

    жарить наизусть αποστηθίζω καλά•

    -ли его розгами τον χτύπησαν γερά μέ τις βέργες•

    жарить в гармонике παίζω πολύ στη φυσαρμόνικα•

    жарь в аптеку τρέξε γρήγορα στο φαρμακείο•

    так и -ит книгу за книгой καταβροχθίζει τα βιβλία το, ένα κοντά τ’ άλλο.

    1. ψήνομαι• καβουρδίζομαι. || τηγανίζομαι, τσίτ γαρίζομαι.
    2. θερμαίνομαι, ζεσταίνομαι (στον ήλιο, φωτιά κλπ.).

    Большой русско-греческий словарь > жарить

См. также в других словарях:

  • ἀντικάοντα — ἀντικά̱οντα , ἀντί καίω kindle pres part act neut nom/voc/acc pl (attic) ἀντικά̱οντα , ἀντί καίω kindle pres part act masc acc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • αρπάζω — και αρπάχνω (AM ἁρπάζω) 1. παίρνω ή πιάνω κάτι στα χέρια μου γρήγορα και ορμητικά («άρπαξε το όπλο και πυροβόλησε» πρβλ. «ἁρπάσσω τα ὅπλα», Ξεν. «άρπαξε ο λύκος το πρόβατο») 2. αποσπώ ή παίρνω μαζί μου με τη βία («αρπάξανε μια κοπέλα» πρβλ. «ὅτε… …   Dictionary of Greek

  • ιπνοκαύτης — ἰπνοκαύτης, ὁ (Α) ο ιπνοκαύστης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰπνός + καύτης, σπάνιος τ. αντι καύστης, (< καίω), πρβλ. κατα καύτης, μαριλο καύτης] …   Dictionary of Greek

  • καημός — και καϋμός, ο 1. το αποτέλεσμα τού καίω, κάψιμο 2. ισχυρό συναίσθημα λύπης, θλίψη, στενοχώρια 3. ζωηρή επιθυμία, πόθος ασυγκράτητος 4. πόνος από έρωτα 5. στον πληθ. οι καημοί τα βάσανα 6. φρ. α) «τό χω καημό» επιθυμώ β) «κρυφός καημός» κρυφός… …   Dictionary of Greek

  • καυστήρ — καυστήρ, ῆρος, ἡ (Μ) [καίω] (ως θηλ. αντί τού καύστειρα*) σφοδρή («τῆς καυστῆρος μάχης βασανισθέντες οἱ βάρβαροι», Νικ. Χων.) …   Dictionary of Greek

  • καυτός — (I) και καυστός, ή, ό (ΑΜ καυτός και καυστός, ή, όν) [καίω] αυτός που καίει, που βράζει, πυρακτωμένος, καυτερός, ζεματιστός (α. «καυτό σίδερο» β. «καυτὸν μοχλὸν λαβόντας ἐκκάειν τὸ φῶς Κύκλωπος», Ευρ.) νεοελλ. ζωτικός, βασικός («καυτά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»