-
1 ἀντι-βοηθέω
ἀντι-βοηθέω, dagegen zu Hülfe kommen, Thuc. 6, 18. 7, 58; Plat. Rep. VIII, 559 e; Xen. u. A.
-
2 ἀντιβοηθέω
См. также в других словарях:
θέω — (I) θέω και επικ. τ. θείω και αιολ. τ. θεύω (Α) 1. (για πρόσ. και ζώα) τρέχω, προχωρώ γρήγορα 2. αγωνίζομαι, μάχομαι για κάτι 3. (για πτηνά) πετώ 4. (για πλοία) πλέω γρήγορα 4. (για πέτρα) κυλιέμαι, κινούμαι γρήγορα 5. (για τον κεραμεικό τροχό)… … Dictionary of Greek