-
1 ἀντιῤ-ῥέπω
ἀντιῤ-ῥέπω, das Gleichgewicht halten, νικᾷ τὸ κέρδος, πῆμα δ' οὐκ ἀντιῤῥέπει Aesch. Ag. 560. Vgl. ἀντίῤῥοπος.
-
2 ἀντιῤῥέπω
1 ἀντιῤ-ῥέπω
ἀντιῤ-ῥέπω, das Gleichgewicht halten, νικᾷ τὸ κέρδος, πῆμα δ' οὐκ ἀντιῤῥέπει Aesch. Ag. 560. Vgl. ἀντίῤῥοπος.
2 ἀντιῤῥέπω