-
1 αντιφλεγω
бросать свет, сиятьὅλον ὀφθαλμὸν ἀντέφλεξε Μήνα Pind. — луна сияла полным оком, т.е. было полнолуние
-
2 ἀντιφλέγω
1 shine in one's face c. acc.ἤδη γὰρ αὐτῷ ὅλον ὀφθαλμὸν ἀντέφλεξε Μήνα O. 3.20
-
3 ἀντιφλέγω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντιφλέγω
-
4 ἀντιφλέγω
См. также в других словарях:
αντιφλέγω — ἀντιφλέγω (Α) κάνω κάτι να λάμψει πάλι, καταυγάζω … Dictionary of Greek
αντιφλογίζω — ἀντιφλογίζω (Μ) αντιφλέγω … Dictionary of Greek
φλέγω — ΝΜΑ 1. καίω με φλόγα, φλογίζω, πυρπολώ («φλέγον ἀκτῖσιν ἥλιος χθόνα», Αισχύλ.) 2. μτφ. εξάπτω, διεγείρω, ανάβω (α. «τόν φλέγει η επιθυμία του» β. «Ἄρεα... ὅς... φλέγει με», Σοφ.) νεοελλ. 1. μέσ. φλέγομαι μτφ. α) κατέχομαι από ζήλο ή από έντονη… … Dictionary of Greek