Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀντιφλέγω

См. также в других словарях:

  • αντιφλέγω — ἀντιφλέγω (Α) κάνω κάτι να λάμψει πάλι, καταυγάζω …   Dictionary of Greek

  • αντιφλογίζω — ἀντιφλογίζω (Μ) αντιφλέγω …   Dictionary of Greek

  • φλέγω — ΝΜΑ 1. καίω με φλόγα, φλογίζω, πυρπολώ («φλέγον ἀκτῖσιν ἥλιος χθόνα», Αισχύλ.) 2. μτφ. εξάπτω, διεγείρω, ανάβω (α. «τόν φλέγει η επιθυμία του» β. «Ἄρεα... ὅς... φλέγει με», Σοφ.) νεοελλ. 1. μέσ. φλέγομαι μτφ. α) κατέχομαι από ζήλο ή από έντονη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»