Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀντιτυπῶν

  • 1 αντιτυπών

    ἀντιτυπέω
    strike against: pres part act masc nom sg (attic epic doric)
    ἀντιτυπής
    resisting: masc /fem /neut gen pl (attic epic doric)
    ἀντιτυπόω
    express as by a figure: pres part act masc voc sg (doric aeolic)
    ἀντιτυπόω
    express as by a figure: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)
    ἀντιτυπόω
    express as by a figure: pres part act masc nom sg
    ἀντιτυπόω
    express as by a figure: pres inf act (doric)
    ἀντιτυπόω
    express as by a figure: pres part act masc voc sg (doric aeolic)
    ἀντιτυπόω
    express as by a figure: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)
    ἀντιτυπόω
    express as by a figure: pres part act masc nom sg
    ἀντιτυπόω
    express as by a figure: pres inf act (doric)

    Morphologia Graeca > αντιτυπών

  • 2 ἀντιτυπῶν

    ἀντιτυπέω
    strike against: pres part act masc nom sg (attic epic doric)
    ἀντιτυπής
    resisting: masc /fem /neut gen pl (attic epic doric)
    ἀντιτυπόω
    express as by a figure: pres part act masc voc sg (doric aeolic)
    ἀντιτυπόω
    express as by a figure: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)
    ἀντιτυπόω
    express as by a figure: pres part act masc nom sg
    ἀντιτυπόω
    express as by a figure: pres inf act (doric)
    ἀντιτυπόω
    express as by a figure: pres part act masc voc sg (doric aeolic)
    ἀντιτυπόω
    express as by a figure: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)
    ἀντιτυπόω
    express as by a figure: pres part act masc nom sg
    ἀντιτυπόω
    express as by a figure: pres inf act (doric)

    Morphologia Graeca > ἀντιτυπῶν

  • 3 αντιτύπων

    ἀντίτυπος
    repelled: fem gen pl
    ἀντίτυπος
    repelled: masc /neut gen pl
    ἀντίτυπος
    repelled: masc /fem /neut gen pl
    ἀ̱ντιτύπων, ἀντιτυπόω
    express as by a figure: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)
    ἀ̱ντιτύπων, ἀντιτυπόω
    express as by a figure: imperf ind act 1st sg (doric aeolic)
    ἀντιτυπόω
    express as by a figure: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)
    ἀντιτυπόω
    express as by a figure: imperf ind act 1st sg (doric aeolic)
    ἀντιτυπόω
    express as by a figure: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)
    ἀντιτυπόω
    express as by a figure: imperf ind act 1st sg (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > αντιτύπων

  • 4 ἀντιτύπων

    ἀντίτυπος
    repelled: fem gen pl
    ἀντίτυπος
    repelled: masc /neut gen pl
    ἀντίτυπος
    repelled: masc /fem /neut gen pl
    ἀ̱ντιτύπων, ἀντιτυπόω
    express as by a figure: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)
    ἀ̱ντιτύπων, ἀντιτυπόω
    express as by a figure: imperf ind act 1st sg (doric aeolic)
    ἀντιτυπόω
    express as by a figure: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)
    ἀντιτυπόω
    express as by a figure: imperf ind act 1st sg (doric aeolic)
    ἀντιτυπόω
    express as by a figure: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)
    ἀντιτυπόω
    express as by a figure: imperf ind act 1st sg (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > ἀντιτύπων

См. также в других словарях:

  • ἀντιτυπῶν — ἀντιτυπέω strike against pres part act masc nom sg (attic epic doric) ἀντιτυπής resisting masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) ἀντιτυπόω express as by a figure pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἀντιτυπόω express as by a figure pres part …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιτύπων — ἀντίτυπος repelled fem gen pl ἀντίτυπος repelled masc/neut gen pl ἀντίτυπος repelled masc/fem/neut gen pl ἀ̱ντιτύπων , ἀντιτυπόω express as by a figure imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀ̱ντιτύπων , ἀντιτυπόω express as by a figure imperf ind… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκδότης — Οποιοσδήποτε αναλαμβάνει να κάνει γνωστό ένα ανέκδοτο έργο ή να παρουσιάσει –αναθεωρημένο ή επιμελημένο ξανά– ένα κείμενο ήδη γνωστό. Η σύγχρονη σημασία της έκδοσης, ως συνόλου αντιτύπων του ίδιου έργου, συνδέεται με την εφεύρεση της τυπογραφίας …   Dictionary of Greek

  • έκδοση — Η δημοσίευση ενός γραπτού κειμένου· η εκτύπωση και η διάδοση οποιουδήποτε κειμένου από εκδοτικό οργανισμό· οι διάφορες εκτυπώσεις ενός βιβλίου ή μιας εφημερίδας· το σύνολο των αντιτύπων του ίδιου έργου σε μία μόνο εκτύπωση. Επειδή στον όρο έ.… …   Dictionary of Greek

  • βιβλιοφιλία — Η αγάπη για το βιβλίο· λέξη που χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά προς το τέλος του Μεσαίωνα, στην περίοδο δηλαδή της ακμής των κλασικών σπουδών. Ο Ρίτσαρντ ντε Μπέρι, Άγγλος βιβλιόφιλος που έζησε τον 14o αι. και πρόδρομος του ουμανισμού, ονόμασε… …   Dictionary of Greek

  • εκμαγείο — Κατασκεύασμα από εύπλαστο υλικό που στερεοποιείται, αφού πρώτα αποτυπωθεί πάνω σε αυτό η μορφή ενός στερεού σώματος· χρησιμοποιείται για την παρασκευή πιστού αντιτύπου ή αντιτύπων του σώματος αυτού. Λέγεται επίσης και μήτρα, τύποςκαλούπι. Η λέξη… …   Dictionary of Greek

  • πολύγραφος — Μηχάνημα που χρησιμοποιούνταν παλαιότερα για την εκτύπωση επιστολών, εγκυκλίων κλπ. σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων. Το κείμενο γράφεται στη γραφομηχανή, χωρίς ταινία, πάνω σε μια μεμβράνη από λεπτότατο χαρτί, εμποτισμένη με ένα μείγμα… …   Dictionary of Greek

  • τράβηγμα — το, Ν 1. το να τραβά κανείς κάτι, έλξη 2. άντληση ή μετάγγιση υγρού 3. (οικον.) α) η έκδοση μιας συναλλαγματικής β) η ανάληψη χρημάτων από λογαριασμό 4. (τυπογρ.) α) η εκτύπωση αντιτύπων με τη βοήθεια τυπογραφικής πλάκας β) ο αριθμός αντιτύπων… …   Dictionary of Greek

  • έκδοση — η 1. η σύλληψη και παράδοση αλλοδαπού εγκληματία στις καταδιωκτικές αρχές της πατρίδας του: Έγινε η έκδοση στη Γαλλία του μεγάλου Γάλλου καταχραστή. 2. εκτύπωση και δημοσίευση έργου (βιβλίου, περιοδικού, εφημερίδας κτλ.) καθώς και το σύνολο των… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ЕВХАРИСТИЯ. ЧАСТЬ I — [греч. Εὐχαριστία], главное таинство христ. Церкви, состоящее в преложении (μεταβολή изменение, превращение) приготовленных Даров (хлеба и разбавленного водой вина) в Тело и Кровь Христовы и причащении (κοινωνία приобщение; μετάληψις принятие)… …   Православная энциклопедия

  • βιβλίο — Σύνολο φύλλων χαρτιού, περγαμηνής ή άλλου υλικού, τυπωμένων ή χειρόγραφων, δεμένων μαζί ώστε να αποτελούν έναν τόμο, προορισμένο για κυκλοφορία. Η ιστορία του β. καλύπτει μια περίοδο πάνω από 5.000 ετών και είναι κατά μεγάλο μέρος ιστορία του… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»