-
1 αντισχυριζομαι
твердо отстаивать противоположное мнение, не уступать(πρός τινα Plut.)
ἀντισχυριζόμενος τἀναντία γιγνώσκω Thuc. — я решительно убежден в обратном
См. также в других словарях:
αντισχυρίζομαι — ἀντισχυρίζομαι (Α) 1. ισχυρίζομαι το αντίθετο 2. αντιτίθεμαι σε κάτι … Dictionary of Greek
ἀντισχυριζόμενος — ἀντισχυρίζομαι to be stiff in maintaining a contrary opinion pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντισχυρισάμενος — ἀντισχυρίζομαι to be stiff in maintaining a contrary opinion aor part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντισχυρίζεσθαι — ἀντισχυρίζομαι to be stiff in maintaining a contrary opinion pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)