-
1 ἀντιστατέω
A = ἀνθίσταμαι, resist, oppose, esp. as a political partisan, Hdt.3.52; , J.AJ18.9.2, cf. Ph.1.205, al.;πρός τι Plu.2.802b
; trans.,τῷ φόβῳ τὸ κλέος Lib.Vit.1.7
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντιστατέω
-
2 ἀντιστάτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντιστάτης
-
3 ἀντιστατικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντιστατικός
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский