-
1 αντισπασμόν
-
2 ἀντισπασμόν
См. также в других словарях:
ἀντισπασμόν — ἀντισπασμός convulsion masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αντισπασμόν
2 ἀντισπασμόν
ἀντισπασμόν — ἀντισπασμός convulsion masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)