-
1 αντισοφιστή
-
2 ἀντισοφιστῇ
См. также в других словарях:
ἀντισοφιστῇ — ἀντισοφιστής one who seeks to refute masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αντισοφιστή
2 ἀντισοφιστῇ
ἀντισοφιστῇ — ἀντισοφιστής one who seeks to refute masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)