-
1 ἀντισκώπτω
A mock in return, Plu.Tim.15, Ant.24:—[voice] Pass., take a gibe in return for one's own,ἡδέως D.C.66.11
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντισκώπτω
-
2 αντισκώπτει
ἀντισκώπτωmock in return: pres ind mp 2nd sgἀντισκώπτωmock in return: pres ind act 3rd sg -
3 ἀντισκώπτει
ἀντισκώπτωmock in return: pres ind mp 2nd sgἀντισκώπτωmock in return: pres ind act 3rd sg -
4 αντεσκώπτετο
-
5 ἀντεσκώπτετο
-
6 αντισκώψαι
-
7 ἀντισκῶψαι
-
8 αντισκώπτων
-
9 ἀντισκώπτων
-
10 αντέσκωψε
-
11 ἀντέσκωψε
-
12 αντέσκωψεν
-
13 ἀντέσκωψεν
См. также в других словарях:
αντισκώπτω — ἀντισκώπτω (Α) σκώπτω, περιπαίζω κάποιον που με σκώπτει … Dictionary of Greek
ἀντισκώπτει — ἀντισκώπτω mock in return pres ind mp 2nd sg ἀντισκώπτω mock in return pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντεσκώπτετο — ἀντισκώπτω mock in return imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντισκῶψαι — ἀντισκώπτω mock in return aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντισκώπτων — ἀντισκώπτω mock in return pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντέσκωψε — ἀντισκώπτω mock in return aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντέσκωψεν — ἀντισκώπτω mock in return aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)