-
1 αντιρρόπους
-
2 ἀντιρρόπους
См. также в других словарях:
ἀντιρρόπους — ἀντίρροπος counterpoising masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αντιρρόπους
2 ἀντιρρόπους
ἀντιρρόπους — ἀντίρροπος counterpoising masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)