-
1 ἀντιπλέκω
A intertwine, in [voice] Pass., Gal.18(2).748; of crossed or reversed bandaging, Sor.Fasc.12.513C.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντιπλέκω
-
2 αντιπλέκω
μετ. расплетать; распускать (вязанье) -
3 ἀντιπλέκω
См. также в других словарях:
αντιπλέκω — (AM ἀντιπλέκω) νεοελλ. ξεπλέκω μσν. κάνω δολοπλοκίες εναντίον κάποιου αρχ. πλέκω σταυρωτά (για ταινίες και επιδέσμους) … Dictionary of Greek
πλέκω — (I) ΝΜΑ, διαλ. τ. πλέγω και πλέχω Ν 1. κατασκευάζω πλέγματα συστρέφοντας ή περνώντας το ένα μέσα από το άλλο κλαδιά, σχοινιά, καλάμια, νήματα ή άλλο υλικό (α. «πλεγμένα με τα φύλλα τού μυστικού Ελικώνος», Κάλβ. β. «πλέξαντες στέφανον ἐξ ἀκανθῶν… … Dictionary of Greek