Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀντιπεριέλκω

См. также в других словарях:

  • έλκω — και ελκύω (AM ἕλκω και ἑλκύω) 1. σέρνω, τραβώ κάποιον ή κάτι προς το μέρος μου 2. προσελκύω, σαγηνεύω 3. (για πλοίο) καθελκύω, τραβώ από την ξηρά στη θάλασσα 4. (για πλοίο) ρυμουλκώ 5. (για άροτρο, άμαξα, μηχανή) κινούμαι προς τα εμπρός,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»