-
1 αντιπερισπαω
отвлекать в другую сторону(τὰς ὑγρότητας Arst.; ἀπό τινος ἐπί τι Diod.; τοὺς ἐξεληλυθότας Polyb.)
τοῦ πνεύματος ἀντιπερισπωμένου Plut. — с изменением направления ветра -
2 ἀντιπερισπάω
ἀντι-περι-σπάω, den Feind von seinem Vorhaben abziehen, ihm eine Diversion machen