-
1 αντινομία
ἀντινομίᾱ, ἀντινομίαconflict of laws: fem nom /voc /acc dualἀντινομίᾱ, ἀντινομίαconflict of laws: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἀντινομίαι, ἀντινομίαconflict of laws: fem nom /voc plἀντινομίᾱͅ, ἀντινομίαconflict of laws: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 αντινομια
ἥ противоречие в законе -
3 ἀντινομία
Βλ. λ. αντινομία -
4 ἀντινομίᾳ
Βλ. λ. αντινομία -
5 ἀντινομία
ἀντινομ-ία, ἡ,A conflict of laws, Quint.Inst.7.1.15, Hermog.Stat.2, D.22Arg.ii 12; ἐν ἀντινομίᾳ γίγνεσθαι to be in a strait between two laws, Plu. Caes.13; ambiguity in the law, Id.2.742a.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντινομία
-
6 αντινομία
η1) филос, антиномия; противоречие; 2) юр. противоречие в законах -
7 ἀντινομία
ἀντι-νομία, Widerspruch des Gesetzes gegen sich selbst, so daß beide Parteien es zu ihren Gunsten auslegen können -
8 αντινομία
uyuşmazlık, zıtlık, çatışma, çatışkı -
9 αντινομία
antinomie -
10 αντινομίας
ἀντινομίᾱς, ἀντινομίαconflict of laws: fem acc plἀντινομίᾱς, ἀντινομίαconflict of laws: fem gen sg (attic doric aeolic) -
11 ἀντινομίας
ἀντινομίᾱς, ἀντινομίαconflict of laws: fem acc plἀντινομίᾱς, ἀντινομίαconflict of laws: fem gen sg (attic doric aeolic) -
12 αντινομίαν
-
13 ἀντινομίαν
-
14 αντινομιών
-
15 ἀντινομιῶν
-
16 αντινομίαις
-
17 ἀντινομίαις
См. также в других словарях:
ἀντινομία — ἀντινομίᾱ , ἀντινομία conflict of laws fem nom/voc/acc dual ἀντινομίᾱ , ἀντινομία conflict of laws fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντινομίᾳ — ἀντινομίαι , ἀντινομία conflict of laws fem nom/voc pl ἀντινομίᾱͅ , ἀντινομία conflict of laws fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντινομία — Αντίφαση η οποία εμπεριέχεται σε ένα λογικό ή μαθηματικό σύστημα, όχι εξαιτίας ενός σφάλματος που είναι δυνατόν να αρθεί αλλά ως συνέπεια του ασυμβίβαστου των αξιωμάτων και των συντακτικών κανόνων που αποτελούν τη βάση του. Η α. δηλαδή είναι… … Dictionary of Greek
αντινομία — η αντίφαση, εναντιότητα (νόμων, γνωμών κτλ.): Οι κατά καιρούς απόψεις του ανθρώπου αυτού παρουσιάζουν μιαν αντινομία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀντινομίας — ἀντινομίᾱς , ἀντινομία conflict of laws fem acc pl ἀντινομίᾱς , ἀντινομία conflict of laws fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντινομίαν — ἀντινομίᾱν , ἀντινομία conflict of laws fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντινομιῶν — ἀντινομία conflict of laws fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντινομίαις — ἀντινομία conflict of laws fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
εναντιοτροπία — η (Α ἐναντιοτροπία) νεοελλ. 1. η τροπή προς το αντίθετο, εναντιότητα, αντίφαση, αντινομία, ασυμφωνία, το ασυμβίβαστο 2. φυσική ιδιότητα που παρουσιάζουν οι εναντιότροπες ουσίες, οι οποίες εμφανίζονται με δύο διαφορετικές φυσικές μορφές με… … Dictionary of Greek
антимония — хитрая уловка , диал., смол. (Добровольский); по видимому, из семинарского языка; лат. antinomia противозаконие , греч. ἀντινομία. По своему знач. отклоняется: антимонии разводить читать нравоучения , вятск.; Зеленин (РФВ 54, 113) приписывает его … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера