Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀντινομίᾳ

См. также в других словарях:

  • ἀντινομία — ἀντινομίᾱ , ἀντινομία conflict of laws fem nom/voc/acc dual ἀντινομίᾱ , ἀντινομία conflict of laws fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντινομίᾳ — ἀντινομίαι , ἀντινομία conflict of laws fem nom/voc pl ἀντινομίᾱͅ , ἀντινομία conflict of laws fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αντινομία — Αντίφαση η οποία εμπεριέχεται σε ένα λογικό ή μαθηματικό σύστημα, όχι εξαιτίας ενός σφάλματος που είναι δυνατόν να αρθεί αλλά ως συνέπεια του ασυμβίβαστου των αξιωμάτων και των συντακτικών κανόνων που αποτελούν τη βάση του. Η α. δηλαδή είναι… …   Dictionary of Greek

  • αντινομία — η αντίφαση, εναντιότητα (νόμων, γνωμών κτλ.): Οι κατά καιρούς απόψεις του ανθρώπου αυτού παρουσιάζουν μιαν αντινομία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀντινομίας — ἀντινομίᾱς , ἀντινομία conflict of laws fem acc pl ἀντινομίᾱς , ἀντινομία conflict of laws fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντινομίαν — ἀντινομίᾱν , ἀντινομία conflict of laws fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντινομιῶν — ἀντινομία conflict of laws fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντινομίαις — ἀντινομία conflict of laws fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • εναντιοτροπία — η (Α ἐναντιοτροπία) νεοελλ. 1. η τροπή προς το αντίθετο, εναντιότητα, αντίφαση, αντινομία, ασυμφωνία, το ασυμβίβαστο 2. φυσική ιδιότητα που παρουσιάζουν οι εναντιότροπες ουσίες, οι οποίες εμφανίζονται με δύο διαφορετικές φυσικές μορφές με… …   Dictionary of Greek

  • антимония — хитрая уловка , диал., смол. (Добровольский); по видимому, из семинарского языка; лат. antinomia противозаконие , греч. ἀντινομία. По своему знач. отклоняется: антимонии разводить читать нравоучения , вятск.; Зеленин (РФВ 54, 113) приписывает его …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»