-
1 αντιμελλω
со своей стороны медлить, в свою очередь выжидать -
2 ἀντιμέλλω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντιμέλλω
-
3 ἀντιμέλλω
ἀντι-μέλλω, dagegen, ebenfalls zögern -
4 αντιμελλήσαι
-
5 ἀντιμελλῆσαι
-
6 ἀντεπιμέλλω
A v.l. for ἀντιμέλλω (q.v.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντεπιμέλλω
См. также в других словарях:
αντιμέλλω — ἀντιμέλλω (Α) περιμένω καιροφυλακτώντας εναντίον κάποιου … Dictionary of Greek
ἀντιμελλῆσαι — ἀντιμέλλω wait and watch against aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέλλω — (ΑM μέλλω) 1. προτίθεμαι, σκοπεύω, έχω στον νου μου να κάνω κάτι («ἐγὼ κτενεῑν ἔμελλον πατέρα τὸν ἐμόν», Σοφ.) 2. (το γ εν. ενεστ. και πρτ. ενεργ. και μέσ. ως απρόσ.) α) μέλλε πρόκειται να... ή είναι ενδεχόμενο να... ή είναι πεπρωμένο να... β)… … Dictionary of Greek