-
1 αντιμεταβολη
См. также в других словарях:
αντιμεταβολή — ἀντιμεταβολή, η (Α) ρητορικό, σχήμα κατά το οποίο η σημασία της πρώτης ημιπεριόδου αντιστρέφεται στη δεύτερη («οὐ γὰρ Αἰσχίνης διὰ τὴν εἰρήνην κρίνεται, οὐκ, ἀλλ ἡ εἰρήνη δι Αἰσχίνην διαβέβληται») … Dictionary of Greek
ἀντιμεταβολῇ — ἀντιμεταβολή transposition fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιμεταβολή — transposition fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιμεταβολήν — ἀντιμεταβολή transposition fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)