-
1 ἀντιμερίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντιμερίτης
-
2 αντιμερίτην
-
3 ἀντιμερίτην
См. также в других словарях:
ἀντιμερίτην — ἀντιμερίτης rival claimant masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)