-
1 αντιμανθανω
обучать по-другому, переучиватьἕτερα ἀντιμαθών Arph. — пройдя другую школу
См. также в других словарях:
αντιμανθάνω — ἀντιμανθάνω (Α) αφήνοντας τα παλιά μαθαίνω κάτι καινούργιο … Dictionary of Greek
ἀντιμαθών — ἀντιμανθάνω learn in turn aor part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαθαίνω — και μανθάνω (AM μανθάνω, Μ και μαθαίνω) 1. αποκτώ γνώση ή γνώσεις με σπουδές, έρευνες, εξάσκηση ή πείρα, διδάσκομαι (α. «όσο ζω μαθαίνω» β. «ἀεὶ γὰρ ἡβᾷ τοῑς γέρουσιν εὖ μαθεῑν», Αισχύλ.) 2. γίνομαι κύριος μιας γνώσης, κάνω κτήμα μου αυτό που… … Dictionary of Greek