Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ἀντιμανθάνω

См. также в других словарях:

  • αντιμανθάνω — ἀντιμανθάνω (Α) αφήνοντας τα παλιά μαθαίνω κάτι καινούργιο …   Dictionary of Greek

  • ἀντιμαθών — ἀντιμανθάνω learn in turn aor part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαθαίνω — και μανθάνω (AM μανθάνω, Μ και μαθαίνω) 1. αποκτώ γνώση ή γνώσεις με σπουδές, έρευνες, εξάσκηση ή πείρα, διδάσκομαι (α. «όσο ζω μαθαίνω» β. «ἀεὶ γὰρ ἡβᾷ τοῑς γέρουσιν εὖ μαθεῑν», Αισχύλ.) 2. γίνομαι κύριος μιας γνώσης, κάνω κτήμα μου αυτό που… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»