-
1 αντιλογία
ἀντιλογίᾱ, ἀντιλογίαcontradiction: fem nom /voc /acc dualἀντιλογίᾱ, ἀντιλογίαcontradiction: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἀντιλογίαι, ἀντιλογίαcontradiction: fem nom /voc plἀντιλογίᾱͅ, ἀντιλογίαcontradiction: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 ἀντιλογία
ἀντιλογία, ας, ἡ (Hdt.et al.; ins, pap, LXX; Tat. 35, 2).① contradiction, dispute χωρὶς πάσης ἀντιλογίας (s. ἀντιλέγω 1; BGU 1133, 15; PStras 75, 10; PLond II, 310, 16 p. 208) beyond all doubt Hb 7:7. πάσης ἀ. πέρας 6:16.② hostility, rebellion (s. ἀντιλέγω 2; PPetr II, 17 [3], 7 p. 56 [III B.C.]; Pr 17:11; Jos., Ant. 2, 43; 17, 313) ἡ εἰς ἑαυτὸν ἀ. hostility toward himself Hb 12:3. τῇ ἀντιλογίᾳ τοῦ Κόρε in the rebellion of Korah Jd 11. διὰ τὴν ἀ. αὐτῶν because of their (Korah’s faction) rebellion GJs 9:2.—DELG s.v. λέγω. M-M. TW. -
3 αντιλογια
ἥ1) возражение, оспаривание, отрицание(χρησμῶν Her.)
ἐς ἀντιλογίαν τινί Thuc. — для того, чтобы возражать кому-л.2) внутреннее противоречие(ἀντιλογίαν ἔχειν Arst.)
3) спор, раздор(ἀ. καὴ λοιδορία Dem.; ἀ. πρός τινα Xen.; ἀ. ἐν Σπάρτῃ γενομένη Plut.)
4) защитительная речь -
4 ἀντιλογία
Βλ. λ. αντιλογία -
5 ἀντιλογίᾳ
Βλ. λ. αντιλογία -
6 ἀντιλογία
{сущ., 4}прекословие, препирание, возражение, спор, раздор.Ссылки: Евр. 6:16; 7:7; 12:3; Иуд. 1:11.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἀντιλογία
-
7 αντιλογία
{сущ., 4}прекословие, препирание, возражение, спор, раздор.Ссылки: Евр. 6:16; 7:7; 12:3; Иуд. 1:11.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > αντιλογία
-
8 αντιλογία
-
9 ἀντιλογία
прекословие, препирание, возражение, спор, раздор.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀντιλογία
-
10 ἀντιλογίᾳ
[в] противоречииΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀντιλογίᾳ
-
11 ἀντιλογία
-ας + ἡ N 1 11-1-0-8-0=20Ex 18,16; Nm 20,13; 27,14; Dt 1,12; 17,8controversy Ex 18,16; contradiction, argument Dt 1,12; lawsuit 2 Sm 15,4Cf. HORSLEY 1982, 78; LE BOULLUEC 1989, 196 -
12 αντιλογία
[антилогиа] ουσ θ противоречие. -
13 ἀντιλογία
ἀντιλογ-ία, ἡ,A contradiction, controversy,ἀ. χρησμῶν πέρι λέγειν Hdt.8.77
; ἡμέας.. ἐς ἀ. παρέξομεν will offer ourselves to argue the point, Id.9.87; ἐδόκεον ἀντιλογίης κυρήσειν expected to be allowed to argue it, ib.88;εἰς -ίαν κατέστησαν Lys.Fr.75.1
;- ίας ἅπτεσθαι Pl.R. 454b
;ἐς -ίαν τινί γενέσθαι Th.1.73
;ἀ. καί λοιδορία D.40.32
; ἀντιλογίαν ἔχει it is open to contradiction, Arist.Rh. 1418b25, cf. 1414b3: in pl., opposing arguments, Ar.Ra. 775;δι' ἀντιλογιῶν καταλλαγῆναι Th.4.59
;ἀ. πρός τινα X.HG6.3.20
;ἐς -ίαν ἐλθεῖν Th.1.31
; ἀντιλογίαν ἐν αὑτῷ ἔχειν to have grounds for defence in itself, Id.2.87; ἄνευ -ίας without dispute, BGU1133.15 (Aug.),etc.2 later, quarrel, dispute, PPetr.2p.56(iii B.C.), PGrenf. 1.38.8 (ii/i B.C.), Ep.Hebr. 12.3, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντιλογία
-
14 ἀντιλογία
ἀντι-λογία, Gegenrede, dah. mündliche Untersuchung einer Rechtssache vor dem Richter; übh. Widerspruch, Wortstreit -
15 αντιλογία
tersini söyleme, karşı çıkma, muhalefet etme -
16 αντιλογίας
ἀντιλογίᾱς, ἀντιλογίαcontradiction: fem acc plἀντιλογίᾱς, ἀντιλογίαcontradiction: fem gen sg (attic doric aeolic) -
17 ἀντιλογίας
ἀντιλογίᾱς, ἀντιλογίαcontradiction: fem acc plἀντιλογίᾱς, ἀντιλογίαcontradiction: fem gen sg (attic doric aeolic) -
18 αντιλογίαι
ἀντιλογίαcontradiction: fem nom /voc plἀντιλογίᾱͅ, ἀντιλογίαcontradiction: fem dat sg (attic doric aeolic) -
19 ἀντιλογίαι
ἀντιλογίαcontradiction: fem nom /voc plἀντιλογίᾱͅ, ἀντιλογίαcontradiction: fem dat sg (attic doric aeolic) -
20 αντιλογίαν
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀντιλογία — ἀντιλογίᾱ , ἀντιλογία contradiction fem nom/voc/acc dual ἀντιλογίᾱ , ἀντιλογία contradiction fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιλογίᾳ — ἀντιλογίαι , ἀντιλογία contradiction fem nom/voc pl ἀντιλογίᾱͅ , ἀντιλογία contradiction fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντιλογία — Η αντίρρηση, η αυθάδεια, το αντιμίλημα, αλλά και η αντίφαση, η συζήτηση, η εξέταση μιας υπόθεσης. (Φιλοσ.) Ο νόμος της α. ή αντίφασης, μαζί με τον νόμο της ταυτολογίας και τον νόμο του αποκλειόμενου τρίτου, αποτελούν τους τρεις απλούς νόμους της… … Dictionary of Greek
αντιλογία — η αντίρρηση, αντιμίλημα: Σ όσα του είπα ήταν όλο αντιλογίες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀντιλογίας — ἀντιλογίᾱς , ἀντιλογία contradiction fem acc pl ἀντιλογίᾱς , ἀντιλογία contradiction fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιλογίαι — ἀντιλογία contradiction fem nom/voc pl ἀντιλογίᾱͅ , ἀντιλογία contradiction fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιλογίαν — ἀντιλογίᾱν , ἀντιλογία contradiction fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιλογιῶν — ἀντιλογία contradiction fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιλογίαις — ἀντιλογία contradiction fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιλογίην — ἀντιλογία contradiction fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιλογίης — ἀντιλογία contradiction fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)