-
1 αντικολαζω
См. также в других словарях:
ἀντικολάζεσθαι — ἀντικολάζομαι pres inf mp ἀντικολάζω punish in return pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αντικολαζω
ἀντικολάζεσθαι — ἀντικολάζομαι pres inf mp ἀντικολάζω punish in return pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)