-
1 αντικατατεινω
досл. тянуть в противоположную сторону, перен. решительно возражать Plut.
См. также в других словарях:
αντικατατείνω — ἀντικατατείνω (Α) 1. εκτείνω, τεντώνω κάτι τραβώντας το από τα δύο άκρα 2. αντιπαραθέτω επιχειρήματα … Dictionary of Greek
ἀντικατατετάσθαι — ἀντικατατείνω make counter extension perf inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντικατατείναντες — ἀντικατατείνω make counter extension aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντικατατείνειν — ἀντικατατείνω make counter extension pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντικατατείνουσαν — ἀντικατατείνω make counter extension pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντικατάτασις — ἀντικατάτασις, η (Α) [αντικατατείνω] το να τεντώνει κανείς κάτι τραβώντας το από τα δύο άκρα … Dictionary of Greek