-
1 αντικαλλωπιζομαι
красоваться, рисоваться в ответἀ. πρὸς τέν πολυτέλειαν εὐτελείᾳ Plut. — стараться блистать уже не пышностью (как прежде), а простотой
См. также в других словарях:
αντικαλλωπίζομαι — ἀντικαλλωπίζομαι (Α) στολίζομαι, καμαρώνω κι εγώ … Dictionary of Greek
ἀντικαλλωπίζεσθαι — ἀντικαλλωπίζομαι adorn oneself in rivalry with pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)