-
1 ἀντικαθίζομαι
ἀντικαθίζομαι, [dialect] Ion. [pref] ἀντικατ-, [tense] fut. - εδοῦμαι: [tense] aor. - εζόμην:—[voice] Med.,II [voice] Act., place or settle instead of another, LXX4 Ki.17.26.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντικαθίζομαι
-
2 αντικαθίζει
ἀντικαθίζομαιsit: pres ind mp 2nd sgἀντικαθίζομαιsit: pres ind mp 2nd sgἀντικαθίζομαιsit: pres ind act 3rd sg -
3 ἀντικαθίζει
ἀντικαθίζομαιsit: pres ind mp 2nd sgἀντικαθίζομαιsit: pres ind mp 2nd sgἀντικαθίζομαιsit: pres ind act 3rd sg -
4 αντικαθίσαντο
ἀ̱ντικαθίσαντο, ἀντικαθίζομαιsit: aor ind mp 3rd pl (doric aeolic)ἀντικαθίζομαιsit: aor ind mp 3rd pl (homeric ionic)ἀντικαθίζομαιsit: aor ind mid 3rd pl (homeric ionic) -
5 ἀντικαθίσαντο
ἀ̱ντικαθίσαντο, ἀντικαθίζομαιsit: aor ind mp 3rd pl (doric aeolic)ἀντικαθίζομαιsit: aor ind mp 3rd pl (homeric ionic)ἀντικαθίζομαιsit: aor ind mid 3rd pl (homeric ionic) -
6 αντεκάθισας
-
7 ἀντεκάθισας
-
8 αντικαθίσασθαι
-
9 ἀντικαθίσασθαι
-
10 ἀντικάθημαι
ἀντικάθημαι, [dialect] Ion. [pref] ἀντικάτ-, properly [tense] pf. of ἀντικαθίζομαι, butused as [tense] pres.:—2 mostly of armies or fleets, lie over against, so as to watch each other, , cf. 41, Th.5.6, X.Eq.Mag.8.12, etc.: metaph.,λόγος ἀ. τινι S.E.M.1.145
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντικάθημαι
См. также в других словарях:
ἀντικαθίζει — ἀντικαθίζομαι sit pres ind mp 2nd sg ἀντικαθίζομαι sit pres ind mp 2nd sg ἀντικαθίζομαι sit pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντεκάθισας — ἀντικαθίζομαι sit aor ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντικαθίσασθαι — ἀντικαθίζομαι sit aor inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντικαθίσαντο — ἀ̱ντικαθίσαντο , ἀντικαθίζομαι sit aor ind mp 3rd pl (doric aeolic) ἀντικαθίζομαι sit aor ind mp 3rd pl (homeric ionic) ἀντικαθίζομαι sit aor ind mid 3rd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντικαθίζω — ἀντικαθίζω (Α) 1. βάζω κάποιον να καθήσει στη θέση άλλου 2. μέσ. ἀντικαθίζομαι και παρακμ. με σημ. ενεστ. ἀντικάθημαι α) στρ. παίρνω θέση απέναντι σε κάποιον β) εναντιώνομαι … Dictionary of Greek