-
1 αντικέφαλον
-
2 ἀντικέφαλον
-
3 ἀντικέφαλον
ἀντικέφᾰλον, τό,A back of the head, Lyd.Mens.4.54, Hippiatr. 115.II as Adj., back to back,PMag.Par.
1.2954.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντικέφαλον
-
4 αντικέφαλα
-
5 ἀντικέφαλα
См. также в других словарях:
αντικέφαλον — ἀντικέφαλον, το (Μ) το πίσω μέρος του κεφαλιού, το ινίο … Dictionary of Greek
ἀντικέφαλον — back of the head neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντικέφαλα — ἀντικέφαλον back of the head neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)