Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀντιδράσει

  • 1 αντιδράσει

    ἀντίδρασις
    retaliation: fem nom /voc /acc dual (attic epic)
    ἀντιδράσεϊ, ἀντίδρασις
    retaliation: fem dat sg (epic)
    ἀντίδρασις
    retaliation: fem dat sg (attic ionic)
    ἀντιδρά̱σει, ἀντιδράω
    act against: aor subj act 3rd sg (attic epic)
    ἀντιδρά̱σει, ἀντιδράω
    act against: aor subj act 3rd sg (epic doric aeolic)
    ἀντιδρά̱σει, ἀντιδράω
    act against: fut ind mid 2nd sg (attic doric aeolic)
    ἀντιδρά̱σει, ἀντιδράω
    act against: fut ind act 3rd sg (attic doric aeolic)
    ἀντιδρά̱σει, ἀντιδράω
    act against: fut ind mid 2nd sg (doric aeolic)
    ἀντιδρά̱σει, ἀντιδράω
    act against: fut ind act 3rd sg (doric aeolic)
    ἀντιδρά̱σει, ἀντιδράω
    act against: aor subj act 3rd sg (attic epic doric aeolic)
    ἀντιδρά̱σει, ἀντιδράω
    act against: fut ind mid 2nd sg (attic epic doric aeolic)
    ἀντιδρά̱σει, ἀντιδράω
    act against: fut ind act 3rd sg (attic epic doric aeolic)

    Morphologia Graeca > αντιδράσει

  • 2 ἀντιδράσει

    ἀντίδρασις
    retaliation: fem nom /voc /acc dual (attic epic)
    ἀντιδράσεϊ, ἀντίδρασις
    retaliation: fem dat sg (epic)
    ἀντίδρασις
    retaliation: fem dat sg (attic ionic)
    ἀντιδρά̱σει, ἀντιδράω
    act against: aor subj act 3rd sg (attic epic)
    ἀντιδρά̱σει, ἀντιδράω
    act against: aor subj act 3rd sg (epic doric aeolic)
    ἀντιδρά̱σει, ἀντιδράω
    act against: fut ind mid 2nd sg (attic doric aeolic)
    ἀντιδρά̱σει, ἀντιδράω
    act against: fut ind act 3rd sg (attic doric aeolic)
    ἀντιδρά̱σει, ἀντιδράω
    act against: fut ind mid 2nd sg (doric aeolic)
    ἀντιδρά̱σει, ἀντιδράω
    act against: fut ind act 3rd sg (doric aeolic)
    ἀντιδρά̱σει, ἀντιδράω
    act against: aor subj act 3rd sg (attic epic doric aeolic)
    ἀντιδρά̱σει, ἀντιδράω
    act against: fut ind mid 2nd sg (attic epic doric aeolic)
    ἀντιδρά̱σει, ἀντιδράω
    act against: fut ind act 3rd sg (attic epic doric aeolic)

    Morphologia Graeca > ἀντιδράσει

См. также в других словарях:

  • ἀντιδράσει — ἀντίδρασις retaliation fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀντιδράσεϊ , ἀντίδρασις retaliation fem dat sg (epic) ἀντίδρασις retaliation fem dat sg (attic ionic) ἀντιδρά̱σει , ἀντιδράω act against aor subj act 3rd sg (attic epic) ἀντιδρά̱σει ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εστέρες — Χημικές ενώσεις που μπορούν σχηματικά να θεωρηθούν ότι παράγονται από ένα οργανικό ή ανόργανο οξύ, με αντικατάσταση ενός υδρογόνου μιας υδροξυλικής ομάδας με τη ρίζα μιας αλκοόλης. Οι ε. των ανόργανων οξέων εξετάζονται αποκλειστικά με βάση το οξύ …   Dictionary of Greek

  • Αλέξανδρος ο Μέγας — (Πέλλα 356 – Βαβυλώνα 323 π.Χ.). Βασιλιάς της Μακεδονίας (336–323), γιος του Φιλίππου B’ και της Ολυμπιάδας, κόρης του βασιλιά των Μολοσσών της Ηπείρου Νεοπτολέμου. Προικισμένος με σπάνια σωματική αντοχή και δύναμη (που του επέτρεψε να γυμνάσει… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρονική — Κλάδος της σύγχρονης επιστήμης. Απαρτίζεται από σύνολο μελετών και εφαρμογών που αφορούν την πραγματοποίηση και τη λειτουργία κυκλωμάτων με καθορισμένες ιδιότητες σε συσχετισμό με ηλεκτρικά ή μαγνητικά σήματα που εισάγονται σε αυτά. Για τον… …   Dictionary of Greek

  • θειικό οξύ — Ανόργανη χημική ένωση, με τύπο H2SΟ4. Η παρασκευή του ήταν γνωστή εδώ και αιώνες από τους αλχημιστές. Βρίσκεται ελεύθερο στη φύση στα νερά του Ρίο Τίντο στην Ισπανία. Είναι η σημαντικότερη ένωση του θείου και αποτελεί ένα από τα κύρια προϊόντα… …   Dictionary of Greek

  • σάκχαρα ή υδατάνθρακες — Οργανικές ενώσεις, πολυυδροξυλιωμένα παράγωγα, τα οποία περιέχουν στο μόριό τους αλδεϋδικές ή κετονικές ομάδες, ή άλλες ουσίες πιο πολύπλοκες, από τις οποίες προκύπτουν οι ενώσεις αυτές μετά την υδρόλυση. Το όνομα σ. δόθηκε πριν ένα αιώνα σε… …   Dictionary of Greek

  • ένεση — Μέθοδος εισαγωγής φαρμάκου ή εμβολίου στους ιστούς ή στο αίμα, με τη χρήση κατάλληλου οργάνου. Τα κύρια πλεονεκτήματα της μεθόδου αυτής, σε σχέση με τη χορήγηση των φαρμάκων από το στόμα, είναι η δυνατότητα να υπολογίζεται με ακρίβεια η δόση, η… …   Dictionary of Greek

  • αναφορά — Προφορική ή γραπτή έκθεση από κατώτερο σε ανώτερο· γραπτή έκθεση από ιδιώτη σε δημόσια αρχή· καθημερινή ανακοίνωση στον διοικητή μιας στρατιωτικής μονάδας για κάθε πράγμα που αφορά την υπηρεσία ή τους αξιωματικούς και τους οπλίτες (α. λόχου,… …   Dictionary of Greek

  • ανοσία — Γενικά σημαίνει την έμφυτη ή επίκτητη ιδιότητα του οργανισμού να μην παρουσιάζει διαταραχές, όταν έρχεται σε επαφή με παθογόνους παράγοντες που κανονικά έχουν βλαβερή επίδραση· ειδικότερα όμως με τον όρο α. εννοείται η κατάσταση κατά την οποία o… …   Dictionary of Greek

  • ευδιόμετρο — Συσκευή για τον ποσοτικό προσδιορισμό των αερίων, τα οποία συμμετέχουν σε μια χημική αντίδραση. Το ε. αποτελείται από έναν γυάλινο βαθμονομημένο σωλήνα με πολύ ισχυρά τοιχώματα, ο οποίος μπορεί να παίρνει διάφορα σχήματα. Στη μία άκρη του σωλήνα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»